Quantcast
Channel: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΝΤΟΣ
Viewing all 95 articles
Browse latest View live

Συγκλονιστικό: Πόντιος επιζών αφηγείται την Γενοκτονία των Ποντίων!

$
0
0

Ένας από τους τελευταίους επιζώντες της Γενοκτονίας των Ποντίων αφηγείται για την αλησμόνητη πατρίδα και όσα έζησε και τον πληγώνουν.  
Η συνέντευξη δόθηκε στην κ. Αντωνιάδου Μαρία στις 19 Μαΐου 2010.
Για ορισμένους μοιάζει με παραμύθι. Σε άλλους φαντάζει ως ένα απόμακρο τραγικό γεγονός που συνέβη κάπου, κάπως, κάποτε. Κάποιοι δεν γνωρίζουν.
Για μερικές χιλιάδες αποτελεί ημέρα μνήμης: 353.000 Ελληνες, άνδρες και γυναίκες, παιδιά, έφηβοι, νέοι και γέροι, πεταμένοι κάπου στις πλαγιές, στα χωράφια, στις ρεματιές, χωρίς ποτέ κανένας να μπορέσει να θάψει τα κορμιά τους.

Τα Τάγματα Εργασίας, αφού τους εξόντωσαν, τους πέταξαν...Ελάχιστοι οι εναπομείναντες και ακόμη λιγότεροι εκείνοι που ως σήμερα ζουν, θυμούνται και εξιστορούν στα παιδιά, στα εγγόνια, στα δισέγγονα και στα τρισέγγονά τους όσα έζησαν... Την τραγωδία, τη λαίλαπα του πολέμου και του φανατισμού.
Ο 98χρονος κ. Σταύρος Κοντογιαννίδης στην πορεία της ζωής του μίλησε στα παιδιά του, την Αριάδνη, την Παρθένα, την Αννα, τον Επαμεινώνδα και τον Θεόδωρο, αφηγήθηκε στα δέκα εγγόνια του και στα ισάριθμα δισέγγονά του και θα ήθελε, αν προλάβει, να μιλήσει και σε τρισέγγονό του για την αλησμόνητη πατρίδα.
Για τον πατέρα του Θεόδωρο Κοντογιαννίδη, ο οποίος εξοντώθηκε, για τη θεία του Ελένη που αρνιόταν να αποκαλύψει πού κρυβόταν ο άνδρας της ο Αναστάσης...
Για τους τούρκους συγχωριανούς τους που τους ειδοποίησαν ότι ερχόταν μεγάλο κακό και τους βοήθησαν να διαφύγουν.
Σταύρος Κοντογιαννίδης, τόπος γεννήσεως Ζιμόνα Χαρίενας, Αργυρούπολη Τραπεζούντας.Ονομα πατρός, Θεόδωρος, επάγγελμα συνταξιούχος, πρώην πεταλωτής, γεωργός, μαραγκός.
Εζησε στον Πολύμυλο Κοζάνης τα περισσότερα χρόνια της ζωής του και τώρα ζει στη Θέρμη Θεσσαλονίκης. Ανθρωπος απλός, του μόχθου. Τα χέρια του ακόμη ροζιασμένα από την πολλή δουλειά, και ας πέρασαν πάνω από 20 χρόνια από τότε που πήρε σύνταξη.
Η προσφυγιά δεν του επέτρεψε να πάει σχολείο. Τα ποντιακά μπλέκονται με τη νεοελληνική γλώσσα, τα συναισθήματα έντονα. Δεν ξεχνάει όσα χρόνια και αν πέρασαν.
Αφηγείται στο «Βήμα» όσα έζησε και ας τον πληγώνουν. Θέλει, λέει, να θυμούνται όλοι, να μη μισούν αλλά και να μην ξεχνούν...
«Ημουν οχτώ χρονών.Μια μέρα, στο χωριό, οι τούρκοι συγχωριανοί και γείτονες, μας ειδοποίησαν ότι έπρεπε να φύγουμε. Θα έρχονταν οι Τσέτες... Φωνές, κλάματα, μοιρολόγια.
 Βγήκαμε στους δρόμους.

Από τη βιασύνη δεν προλάβαμε να πάρουμε τίποτε μαζί παρά μόνο τις εικόνες... και την ψυχή μας. Δεν καταλάβαινα και πολλά.
Δεν καταλάβαινα γιατί η μάνα μου κοιτούσε το διώροφο αρχοντικό σπίτι μας και έκλαιγε κρατώντας μας σφιχτά στην αγκαλιά της.
Οι μεγαλύτεροι κρατούσαν στα χέρια τους λίγα ρούχα και ψωμί. Αλλοι έτρεξαν στην όμορφη εκκλησιά μας, τον Αϊ-Γιώργη, πήραν εικόνες, το Ευαγγέλιο και τον σταυρό. Μάνες χάνανε τα παιδιά τους, αδέλφια χωρίστηκαν.
Φωνές, κλάματα, κατάρες από τη μια και από απέναντι διαταγές και πυροβολισμοί. Ολοι προσευχόμασταν στον Θεό που δεν μπορούσε να μας βοηθήσει».
Εχασε τρία από τα αδέλφια του και απόμεινε μόνος, με τον μικρό του αδελφό Αχιλλέα, μωρό στην αγκαλιά της μάνας του, ο οποίος θήλαζε και είχε να φάει.
Ο 98χρονος κ. Σταύρος Κοντογιαννίδης αφηγείται για την αλησμόνητη πατρίδα και όσα έζησε και τον πληγώνουν
«Απομακρυνόμασταν από τα χωριά μας, περπατούσαμε ημέρες, εβδομάδες και όταν συναντούσαμε χωριά ακούγαμε τους Τούρκους να τραγουδούν το “Γιασά Κεμάλ, γιασά” (“Ζήτω Κεμάλ, ζήτω”)κρυβόμασταν.
Οι μανάδες κλείνανε τα στόματα των παιδιών τους για να μην ακούσουν τα κλάματα οι Τσέτες. Αρκετοί ηλικιωμένοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν, έπεφταν και δεν σηκώνονταν ποτέ. Πέθαιναν κι έμεναν εκεί άταφοι».
Και όμως: «Ζούσαμε στο χωριό αρμονικά με τους Τούρκους. Είχαν πάει εκεί οι προγονοί μου αρκετά χρόνια πριν, κυνηγημένοι από τους Τούρκους στην Τραπεζούντα. Τον πατέρα μου τον σκότωσαν. Στα παιδικά μου χρόνια άκουγα μόνο μοιρολόγια από τις γυναίκες που θρηνούσαν τους άνδρες τους. Μετά τον πατέρα μου σκότωσαν τη γυναίκα του θείου μου Αναστάση, την Ελένη, επειδή αρνιόταν να αποκαλύψει πού κρυβόταν ο άνδρας της».
Θυμάται σαν σήμερα τα «Αμελέ Ταμπουρού», τα λεγόμενα Τάγματα Εργασίας, που προκάλεσαν το κακό.
Από την Τραπεζούντα με πλοίο ήλθαν στην Ελλάδα. «Λεγόταν “Κιτσεμάλ”. Οταν είδαμε το πλοίο συνειδητοποιήσαμε ότι θα φεύγαμε από την πατρίδα μας.
Αφήσαμε πίσω προγόνους,τάφους, σπίτια, μαγαζιά, τον φούρνο μας που ήταν ο καλύτερος της περιοχής μας, τα ζώα μας, τα χωράφια μας που ήταν σπαρμένα και ποτίστηκαν με τον ιδρώτα και το αίμα μας».
Το «Κιτσεμάλ» ήταν γεμάτο πρόσφυγες, στοιβαγμένους σαν σαρδέλες.«Μας αποβίβασε στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουμε ένα άλλο σαράβαλο πλοίο που νομίζαμε ότι θα βουλιάξει και θα πνιγούμε. Μερικοί πέθαιναν, οι παπάδες τούς έψελναν και οι άνδρες τούς πετούσαν στη θάλασσα.
Κρατούσα σφιχτά το χέρι της μάνας μου, μη χαθούμε έως ότου πατήσουμε ελληνικό χώμα. Πεινασμένοι, άρρωστοι, ταλαιπωρημένοι, κατεβήκαμε στην Πρέβεζα. Γυρίσαμε στον Πειραιά και από εκεί στη Θεσσαλονίκη.
Πήγαμε στην Τούμπα, μετά στην Αριδαία και τέλος με ποδαρόδρομο φτάσαμε κι εγκατασταθήκαμε στον Πολύμυλο Κοζάνης, μόνο τρεις από την επταμελή οικογένεια» .
19 ΜΑΪΟΥ, ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣΜετά το 1916 και τη Γενοκτονία των Αρμενίων, το 1919 Ελληνες και Αρμένιοι στον Πόντο συζητούν τη δημιουργία αυτόνομου ελληνοαρμενικού κράτους.
Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει η πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας.
Ως το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000- άλλοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στους 350.000.
Οσοι επέζησαν, κατέφυγαν σε Ρωσία και Ελλάδα (περίπου 400.000). Στις 24 Φεβρουαρίου του 1994 η Βουλή των Ελλήνων κήρυξε ομόφωνα τη 19η Μαΐου Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.

Η Γενοκτονία των Ποντίων μέσα από αληθινές μαρτυρίες


Η Γενοκτονία των Ποντίων μέσα από αληθινές μαρτυρίες ανθρώπων που την έζησαν. Τα αποσπάσματα είναι από βιβλία του Χάρη Τσιρκινίδη και του Σάββα Κανταρτζή.
Α. Ο Χάρης Τσιρκινίδης στο βιβλίο "Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντο" αναφέρει την μαρτυρία του θείου του Ευριπίδη.
«Με πολλά βάσανα επιτέλους φτάσαμε στην Κερασούντα . Η πόλη ήταν γεμάτη από ρακένδυτους πρόσφυγες που έφυγαν από την τρομοκρατία των Τούρκων της υπαίθρου και συγκεντρώνονταν στις πόλεις.
Εκεί, στην Κερασούντα, μας προειδοποίησαν οι συμπατριώτες μας ότι μαζεύουν όλους τους Έλληνες και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους εξορίσουν κάθε φορά που συμπλήρωνε ο αριθμός των 250 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καΐκια σ΄άγνωστα μέρη.
Στην εκκλησία δεν συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 250, γιατί εκεί χωρίς φαγητά , χωρίς νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι.
Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παρά έξω από την Κερασούντα κι εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους Τσέτες αντάρτες.
Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής , μέχρι να πεθάνουν»
Β. Ο Σάββας Κανταρτζής εξέδωσε σε βιβλίο τις φοβερές του εμπειρίες το 1975 στην Κατερίνη.
Μια από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις του αναφέρεται στην καταστροφή του χωριού Μπεϊαλαν, της περιφέρειας Κοτυώρων από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν. Το Μπεϊαλάν είναι ένα από τα εκατοντάδες ελληνικά χωριά που καταστράφηκαν από τις τουρκικές συμμορίες:
“Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν.
Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος…Άλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια και σε στάβλους, τρύπωσαν σ’ αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς.
Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δουν τι θα γίνει…
Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι’ οι τσέτες , περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας.
Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο.
Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξέσπασε άγρια.
Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκόπανους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.
Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους.
Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό.
Οι τσέτες, πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ’ όπου μπορούσε να φύγει κανείς.
Έτσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλες στα μπογάζια, δέχτηκαν, από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.
Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι’ έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπαιδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι’ ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την “πατριωτική” του εκστρατεία.
Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χύμιξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.
Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλωμες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους.
Οι κοπέλες άλλες με τους γέρους γονείς κι’ άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον κτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς.
Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε, έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.
Όταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ’ οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρος την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης.
Διάταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό.
Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση.
Και τότε, σαν λυσσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες.
Κι’ όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι’ οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι’ αντιβούιζε στα γύρω βουνά και δάση…
Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής… επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτόματα) ν’ ανάψει η φωτιά.
Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απ’ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τι ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται.
Οι μητέρες ξετρελαμένες, έσφιγγαν, αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν “μάνα, μανίτσα!”.
Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι’ άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες.
Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη!
Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.
Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά.
Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατίρι τους – πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.
Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα.
Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα.
Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα.
Κι’ ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν”.









Τμήμα σύνταξηςPontos-News.Gr

19 ΜΑΪΟΥ, ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ ΤΗΣ ΠΟΝΤΙΑΚΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ...

Γενοκτονία στον Πόντο

$
0
0
Γενοκτονία στον Πόντο: Έλλενοι επέθαναν (PICS - VIDEO)
  • ο Γολγοθάς των Ρωμιών του Πόντου και των Μικρασιατών άρχισε
    με βία το 1914 και ολοκληρώθηκε με χειμάρρους αίματος το 1923
    αφήνοντας έναν τραγικό απολογισμόσε ανθρώπινες απώλει
    ες
Έχουν περάσει χρόνια από την εποχή που μαζεύονταν σε ένα γραφικό καφενείο της Κοκκινιάς υπερήλικες πρόσφυγες που έπιναν τον καφέ τους, διάβαζαν εφημερίδες κι έλεγαν ιστορίες για τις αλύτρωτες πατρίδες. Πόντιοι, Κωνσταντινουπολίτες, Μικρασιάτες ήταν ένα μείγμα ανθρώπων που έμοιαζε με το ψηφιδωτό του Ελληνισμού πριν από την Καταστροφή.
Απ’ αυτό το καφενείο, κοντά στην πλατεία της Οσίας Ξένης, περνούσε συχνά και ειδικά στις περιοδείες του ο πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής και τότε βουλευτής Β’ Πειραιώς κ. Παναγιώτης Κρητικός. Πάντοτε έβλεπε έναν ηλικιωμένο, τον Ευγένιο, καθισμένο σε μια καρέκλα να παίζει το κομπολόι του και να παρακολουθεί τους άλλους και να λέει ιστορίες πώς εγκατέλειψαν την πατρίδα και στριμώχτηκαν στις ξύλινες παράγκες «για το ονόρε του Κεμάλ».
Λίγο πριν από κάποιες εκλογές, ο μπάρμπα - Ευγένιος έπιασε τον κ. Κρητικό: «Άκου να σου πω Παναή, πάνε στους δικούς τους και πε τους για το έγκλημα που μένει ατιμώρητο. Έλλενοι επέθαναν στον Πόντον και την Μικράν Ασία κι όχι μόνον οι Αρμεναίοι. Οι αγαρηνοί εμάς ατίμωσαν κι όχι μόνο δαύτους…».
Πραγματικά, τότε υπήρξε μια σημαντική πρωτοβουλία στην οποία πρωταγωνίστησαν εκτός από τον κ. Κρητικό, ο μεγάλος αγωνιστής κ. Μιχάλης Χαραλαμπίδης,ο Θρακιώτης πολιτικής κ. Παναγιώτης Σγουρίδης, ο πρώην υπουργός κ. Λευτέρης Βερυβάκης, ο ιστορικός κ. Βλάσης Αγτζίδης, ο αείμνηστος καθηγητής Νεοκλής Σαρρής και πολλοί άλλοι. Ο στόχος επιτεύχθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 1994 όταν η τελευταία κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου προώθησε στη Βουλή την αναγνώριση της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Τότε η Ολομέλεια της Βουλής ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο».
«Ο Μάιος είναι διπρόσωπος μήνας. Για τη Ρωμιοσύνη επεφύλαξε δύο καλά και δύο τραγωδίες: Στις 2 Μαΐου 1919 ο Ελληνικός Στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη και στις 11 Μαΐου τιμούμε το γενέθλιο της Κωνσταντινούπολης (σ.σ. την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330). Δυστυχώς όμως στις 19 Μαΐου 1919 ο Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα κι άρχισε τις σφαγές ενώ στις 29 Μαΐου 1453 η Πόλις εάλω» έλεγε πολύ σωστά ο Νεοκλής Σαρρής.
Οι συνεχιστές των Κομνηνών
Ο Ελληνισμός του Πόντου αποτέλεσε το ευγενέστερο και πιο πολεμικό κομμάτι της παλιάς Ανατολικής Αυτοκρατορίας. Όποιος έχει επισκεφθεί την περιοχή μπορεί να δει βυζαντινά κάστρα και φρούρια διασκορπισμένα σε κάθε σημείο, γεγονός που επιβεβαιώνει τη στρατηγική σημασία που είχε για τη Ρωμιοσύνη η περιοχή.
Στα βιβλία του Τζούλιαν Νόργουϊτς μπορεί να διαβάσει με τον πιο γλαφυρό τρόπο τι σημαίνει η επιβίωση της «Ελληνικής Αυτοκρατορίας» σ’ αυτήν την περιοχή επί μία χιλιετία και περισσότερο. Ήταν ο λιμενοβραχίονας όπου έπεφταν τα κύματα από τις ορδές διαφόρων βαρβάρων επιδρομέωνκαι αποτρέπονταν ώστε να διατηρηθεί ο δυτικός πολιτισμός όπως τον γνωρίζουμε σήμερα. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πώς θα ήταν ο σημερινός κόσμος αν οι Πέρσες, οι Άραβες και οι Σελτζούκοι δεν έβρισκαν αντιστάσεις από τα ρωμέικα οχυρά στον Πόντο.
Έτσι γεννήθηκε ο θρύλος των ακριτών της Αυτοκρατορίας, οι οποίοι έτυχαν ιδιαίτερων τιμών από ηγέτες που πέρασαν από τον Πόντο. Ο Ιουστινιανός, ο μέγας στρατηλάτης Βελισσάριος, ο Ηράκλειος και ο Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος αποτελούν τα πρόσωπα που ανεγνώρισαν τη σημασία του Πόντου γι’ αυτό εργάστηκαν ώστε να συγκροτηθούν στρατιωτικές εγκαταστάσεις, ιδρύθηκαν εκκλησίες και σημαντικές Μονές, ενώ δημιουργήθηκαν μερικά από τα σημαντικότερα εκπαιδευτικά κέντρα για τη διαφύλαξη της πραγματικής ελληνικής Παιδείας.
Δύο αυτοκρατορικές δυναστείες, οι Λεκαπηνοί και οι Κομνηνοίκατάγονταν από την περιοχή της Κασταμονής. Ειδικά, ο θρύλος των Κομνηνών είναι γραμμένος με το ακρωνύμιο «αίμα» (Αλέξιος, Ιωάννης, Μανουήλ και Ανδρόνικος) στα 128 χρόνια που κράτησαν το πηδάλιο της Αυτοκρατορίας. Μια ακόμα σημαντική οικογένεια Ελλήνων του Πόντου που διακρίθηκε στην ιεραρχία της Αυτοκρατορίας ήταν οι Γαβράδες, οι οποίοι είχαν τον τίτλο των δουκών στη Χαλδία.
Όταν το 1204 έγινε η πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους μισθοφόρους του Πάπα για την Δ’ Σταυροφορία, ιδρύθηκε η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Εκείνη την εποχή εντάθηκε η έννοια της αντίστασης και του πολέμου που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι Πόντιοι για να επιβιώσουν.
Χαρακτηριστικές είναι οι φράσεις του ακριτικού έπους της Κερασούνταςπου λέγεται «Αιχμάλωτον»:
Ακρίτας κάστρον έχτιζεν
τριγύρω’ς σα ραχία
Απάν’ του κόσμου τα φυτά εκεί
φέρ’ και φυτεύει,
απάν’ του κόσμου τα πουλιά,
εκεί πάγνε φωλεύ’νε.
Αυτή είναι η αλήθεια του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας. Όπου δεν υπάρχει ζωή έρχεται να τη δημιουργήσει με αγάπη και να την υπερασπιστεί ακόμα και με αίμα.
Ο οθωμανικός ζυγός
Ακόμα και μετά την αποκατάσταση της τάξης, όταν το 1261 ο Μιχαήλ Παλαιολόγοςξαναμπήκε θριαμβευτής από την Χρυσή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη, η αυτοκρατορία των Κομνηνών είχε το χαρακτήρα του ανατολικού προκεχωρημένου φυλακίου. Ο επίσημος τίτλος του ύπατου άρχοντα ήταν «Αυτοκράτωρ πάσης Ανατολής, Ιβηρίας και Πειρατείας».
Η διείσδυση των Οθωμανών στην Ανατολή λειτούργησε όπως ο μεταστατικός καρκίνος. Νέκρωνε άτακτα κάθε ζωντανό κύτταρο της Ρωμιοσύνης.
Ένας άλλος σεβαστός ακαδημαϊκός δάσκαλος, ο κ. Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης έχει επισημάνει κάτι εύστοχο. «Με την πρώτη άλωση γεννήθηκε η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας με την δεύτερη άλωση έπρεπε να γίνει πρόδρομος του μηνύματος “Ελευθερία ή Θάνατος” στην οποία στηρίχθηκε ο Αγώνας της Παλιγγενεσίας αιώνες αργότερα». Οι ακρίτες του Πόντου έδωσαν πολλές μάχες κάτω από αντίξοες συνθήκες και τελικά παραδόθηκαν στις 15 Αυγούστου 1461, οκτώ χρόνια μετά την πτώση της Πόλης.
Οι Πόντιοι διαφύλαξαν την ελληνική ταυτότητά τους με τη γλώσσα, την παιδεία και κυρίως τη θρησκεία. Αναπτύχθηκαν πληθυσμιακά και πνευματικά ενώ παρακολουθούσαν τις εξελίξεις σε όλο τον ελληνικό κόσμο. Η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους βρήκε τον ποντιακό Ελληνισμό να είναι καλά ριζωμένος στις προαιώνιες εστίες του και να ανθεί. Στις αρχές του 20ου αιώνα,, οι Έλληνες του Πόντου ξεπερνούσαν τις 700 χιλιάδες ψυχές.
Σχολεία, εκκλησίες, τυπογραφεία, λέσχες, θέατρα, εφημερίδες και ο,τιδήποτε μπορεί να επιβεβαιώσει την πνευματική ευημερία μιας κοινότητας είχε ελληνικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της εποχής, η Τραπεζούντα και η Σαμψούντα δεν είχαν να ζηλέψουν τις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις.
Η θηλειά των Νεότουρκων
Η αρχή του δράματος άρχισε το 1908 όταν το κίνημα των Νεότουρκων έπαιξε τον πιο ύποπτο ρόλοστην οθωμανική ιστορία. Με πρόσχημα την ισονομία έδωσε ψεύτικες ελπίδες στις μειονότητες που ζούσαν στην αυτοκρατορία αλλά στοχοποίησε πρόσωπα και οικογένειες. Το κίνημα αποδείχθηκε μια συμμορία σφαγέωνπου τάχθηκε εναντίον της ισονομίας και προώθησε την εθνοκάθαρσησε κάθε σημείο της τότε Αυτοκρατορίας.
Οι γενίτσαροι του κινήματος μάλιστα χρησιμοποίησαν την ιδέα του «παντουρκισμού» για να συσσωρευτεί θυμόςεναντίον των χριστιανικών πληθυσμών. Έτσι άρχισαν οι εκτοπίσεις, η τρομοκρατία και η γενοκτονία εναντίον των Ποντίων Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Γερμανοί αξιωματικοί εκπόνησαν το σχέδιο «Αμελέ Ταμπουρού». Αντικειμενικός σκοπός του σχεδίου ήταν η εξόντωση όλων των ανδρών που θα αρνούνταν να καταταγούν στον τουρκικό στρατό. Έτσι συγκροτήθηκαν αυτά τα τάγματα εργασίας κι έβαζαν «τρόφιμους» να εργαστούν σε λατομεία, ορυχεία και κατασκευές δρόμων κάτω από κυριολεκτικά εξοντωτικές συνθήκες. Επέζησαν ελάχιστοι.
Οι Πόντιοι αντέδρασαν και η πολεμική ψυχή τους ξεσήκωσε αντάρτικο που δύσκολα θα το αντιμετώπιζαν οι Τούρκοι, όπως συνέβη το 1916 με τους Αρμενίους. Ο Μουσταφά Κεμάλ μισούσε τους Ρωμιούς και πολύ περισσότερο τους Πόντιους που κατάφερναν εύστοχα και ισχυρά κτυπήματα στον εθνικιστικό στρατό που είχε οργανώσει.
Η χαμένη ευκαιρία
Η αποβίβαση του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη είχε δώσει ελπίδες στους Ποντίους να αναβιώσουν το κράτος των Κομνηνών. Γι’ αυτό ως το 1921 είχαν συγκροτηθεί ανταρτικές ομάδες 12 χιλιάδων ανδρών.
Παρά τις εκκλήσεις που έκαναν οι προύχοντες των ελληνικών κοινοτήτων στον Πόντο, η ελληνική ηγεσία (σ.σ. τόσο ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όσο κυρίως ο αμφιλεγόμενος Νικόλαος Στεργιάδης σε συνεργασία με τη συντεχνία των ανωτάτων αξιωματικών) όχι μόνο δεν υποστήριξε το αίτημα για τη συγκρότηση Ποντιο-αρμενικού κράτους αλλά και τη χρησιμοποίηση των ανταρτικών ομάδων.
Κάποιοι κώφευσαν (σ.σ. σκοπίμως;) στις απειλές των εθνικιστών του Κεμάλ. Οι αιμοσταγείςΕμβέρ πασάς, ο Ταλαάτ, ο δρ. Σακίρ, ο δρ. Ναζί, ο Νουρεντίν, ο σφαγέας της Σμύρνης και του εθνομάρτυρα Μητροπολίτη της Χρυσόστομου είχαν πάρει την απόφαση να εξοντώσουν τον Ελληνισμό.
Εθνοκάθαρση με γερμανική καθοδήγηση
Μπροστά στον άφωνο Οικουμενικό ΠατριάρχηΙωακείμ Γ’, ο Τούρκος πρωθυπουργός Σεφκέτ πασάςείχε δηλώσει: «Θα σας κόψουμε τα κεφάλια, θα σας εξαφανίσουμε. Ή εμείς θα επιζήσουμε ή εσείς».Από τον Ιούλιο του 1909, οι ηθικοί αυτουργοί των εγκλημάτων εναντίον του Ελληνισμού και των χριστιανικών πληθυσμών στην Τουρκία, οι Γερμανοί, συνέκριναν τους Έλληνες και τους Αρμενίους ως εμπόδιο στα σχέδιά τους για οικονομική διείσδυση στην Ανατολή. Ο πρόγονος των Ναζί που εκπαίδευε τα στίφη του Κεμάλ, ο στρατηγός Λίμαν Φον Σάντερςδίδασκε: «Η Τουρκία δεν έχει ουδεμίαν ασφάλειαν ούτε δύναται να οργανωθεί ελευθέρως εις το μέλλον, λόγω της παρουσίας των Ελλήνων».
Ο Ούννος πρόγονος των μακελάρηδων της Ευρώπης Σάντερς έλεγε στους Τούρκους: «Σας διαβεβαιώνω ότι οι παγωνιές και το κρύο του χειμώνα, οι βροχές και η μεγάλη υγρασία, ο ήλιος και η τρομερή ζέστη του καλοκαιριού, οι αρρώστιες του εξανθηματικού τύφου και της χολέρας, οι κακουχίες και η ασιτία, θα φέρουν το ίδιο αποτέλεσμα, με τις σφαγές που λογαριάζετε να κάνετε εσείς». Πέθαναν 353 χιλιάδες Πόντιοι εξ αιτίας αυτής της πρακτικής του «λευκού θανάτου».
Το άνθος του Ποντιακού Ελληνισμού δολοφονήθηκε εν ψυχρώ και με τον χειρότερο τρόπο τον Σεπτέμβριο του 1921 στην Αμάσεια. Επικεφαλής του «Ιστικλάρ Μουχακεμεσί» (Δικαστηρίου Ανεξαρτησίας) ήταν ο ημίτρελλος δικηγόρος από την Μπάφρα Καβατζέ Ζατέ Εμίν Μπέης. Από μίσος και παράνοια δίκασε εις θάνατον και τον επίσκοπο Πάφρας-Ζήλων Ευθύμιο Αγριτέλλη, ο οποίος όμως είχε ήδη πεθάνει στις φυλακές Αμασείας τέσσερις μήνες πριν! Πολλοί δικάστηκαν ερήμην, γιατί είχαν προλάβει και ήσαν εκτός Τουρκίας ενώ διέταξε να κρεμαστούν 69 άτομα στην κεντρική πλατεία της Αμασείας.
Κατά διαταγή του Μουσταφά Κεμάλ, ο εθνικός ήρωας των Τούρκων Τοπάλ Οσμάνευθύνεται για τη σφαγή 80 χιλιάδων Ελλήνων του Πόντου.
Οι Πόντιοι στη σημερινή πραγματικότητα
Υπήρξαν κι άλλοι πολλοί Πόντιοι που πέρασαν κακουχίες κι άντεξαν, άλλοι που παραμένουν κρυφοχριστιανοί και δηλώνουν Ρωμιοί ακόμα και στις βορειοανατολικές εσχατιές της γείτονος, άλλοι που βρέθηκαν στη Σοβιετική Ένωση βίωσαν πάλι προσφυγιά και διωγμό καταλήγοντας πάλι στη μητέρα – πατρίδα, την Ελλάδα.
Ο Ευγένιος της Κοκκινιάς έλεγε στους πιτσιρικάδες της περιοχής να κάνουν δύο πράγματα στη ζωή τους: αν δεν μάθουν πυρρίχιο (τον αρχαιότερο ελληνικό πολεμικό χορό) να μην παρουσιαστούν στο στρατό και να μην παντρευτούν αν δεν καταλάβουν τι σημαίνει ο στίχος «Η Ρωμανίαν κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο».
Αντί επιλόγου, θα επισημάνουμε ότι ο Ποντιακός Ελληνισμός έχει δείξει με την πορεία του πως τα ιερά και τα όσια του Έθνουςκαι της Ορθοδοξίαςδεν κουρσεύονται.Την αρχή τιμούμε σήμερα. 

Τσικάρι μ’

$
0
0



Το πιο συγκλονιστικό ανάγνωσμα της ζωής μου ήταν τα γράμματα που έγραφαν στις γυναίκες τους οι Πόντιοι που επρόκειτο να εκτελεστούν την επόμενη ημέρα από τους Τούρκους.

Αν και ήξεραν πως δεν υπάρχει πια ζωή γι’ αυτούς, έδιναν πάρα πολύ ψύχραιμα κουράγιο στις γυναίκες τους και συμβουλές για το πώς πρέπει να προφυλάξουν και να φροντίσουν τα παιδιά τους.

Δεν υπήρχε καμία αναφορά στους εαυτούς τους και την τύχη τους. Τους ένοιαζε μόνο για τις...
γυναίκες τους και τα παιδιά τους.

Είχα περάσει ένα ολόκληρο βράδυ άγρυπνος στη Θεσσαλονίκη, διαβάζοντας αυτά τα γράμματα.

Ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτό το βράδυ και αυτά τα γράμματα, και όχι μόνο επειδή ο παππούς μου και η γιαγιά μου ήταν πρόσφυγες από τον Πόντο.

Ήταν η αξιοπρέπεια και η γενναιότητα των μελλοθάνατων Ποντίων που σημάδεψαν την ψυχή μου.

Δεν πήγα ποτέ στην Αμάσεια για να δω το μέρος που γεννήθηκαν και έζησαν οι προγονοί μου, ούτε γεύτηκα τα υπέροχα μήλα που ποτέ δεν ξέχασε η γιαγιά μου.

Υποσχέθηκα στην γιαγιά μου πως θα πάω μια μέρα στην Αμάσεια αλλά, από την άλλη, έχω ορκιστεί πως δεν θα πάω στην Τουρκία, αν δεν φύγουν οι Τούρκοι από την Κύπρο.

Ίσως, το γενικότερο ξεπούλημα Ελλάδας και Κύπρου να με κάνει να αλλάξω γνώμη.

Σήμερα, ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων, σκέφτομαι όλους τους «Πόντιους» του κόσμου.

Και μπορεί οι Πόντιοι να μην είναι ρατσιστές -αν και μάλλον θα υπάρχουν κάποιες λιγοστές εξαιρέσεις-, αλλά ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων σήμερα αποδεικνύονται ρατσιστές.

Απορώ πώς μπορείς να συγκινείσαι από τη Γενοκτονία των Ποντίων και, παράλληλα, να είσαι ρατσιστής.

Και για άλλα θέματα απορώ αλλά δεν περιμένω απαντήσεις. Μεγάλωσα πια.

(«Τσικάρι μ’» φώναζε η γιαγιά μου τα εγγόνια της. Τσικάρι είναι το σπλάχνο. Ένα κείμενο για την Πόντια γιαγιά μου: «Ανθ’ ημών η αγάπη».)
"Πιτσιρίκος"
o

19 ΜΑΪΟΥ. ΟΙ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΓΕΝΝΗΤΩΝ.

$
0
0





ΚΑΜΜΙΑ ΕΝΤΟΛΗ, ΚΑΝΕΝΑΣ ΝΟΜΟΣ, ΚΑΜΜΙΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, ΚΑΜΜΙΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΥΠΕΡΑΝΩ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ.

BUT I HAVE orders from the Dead
that warn me: “DO NOT FORGET ME:
My blood will fill the air you breathe
FOREVER.”
“MY DEATHBIRD is Not DEAD
HE CARRIES ALL MY TEETH:
MY SMILE OF UNFORGETFULNESS,
MY LAUGH!
VRYKOLAKA!
I am the man unburied
who CANNOT sleep
IN FORTY PIECES!!!!!
I am the girl,
dismembered
and unblessed,
I am the open mouth
that drags your flesh
and will never rest
until
MY DEATH IS WRITTEN
IN A ROCK THAT CAN
NOT BE
BROKEN!”
And these are the orders
from The Dead.

Το χρέος της ελλαδικής πολιτείας στον Ελληνισμό της Ανατολής

$
0
0

Ιωάννης Σ. Λάμπρου
Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, οι Έλληνες του Πόντου μνημονεύουν τους πρόγονους τους , θύματα της τουρκικής γενοκτονικής πολιτικής, σκοπός της οποίας ήταν η καταστροφή των Ελλήνων της οθωμανικής επικράτειας σε Θράκη, Πόντο και ευρύτερη Μικρά Ασία.
Η καταστροφή του Ελληνισμού αποτέλεσε μέρος ευρύτερου σχεδίου εξόντωσης των χριστιανικών γηγενών εθνών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων καθώς και μικρότερων εθνικών και θρησκευτικών κοινοτήτων.

Την Γενοκτονία του Ελληνισμού από Νεότουρκους και Κεμαλιστές, διαδέχθηκε μια περίοδος σιωπής και αδιαφορίας για τα δεινά των προγόνων μας.

Το μέγεθος και η ένταση της καταστροφής υπήρξε συντριπτικό πλήγμα για το Έθνος, το οποίο, μέσα στην βιασύνη του να ξεχάσει, απώλεσε τον αυτοσεβασμό του προτείνοντας, έναν εκ των υπευθύνων της Γενοκτονίας, τον Μουσταφά Κεμάλ, για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, τον Ιανουάριο του 1934.

Το Ελληνικό Έθνος δεν είχε την στοιχειώδη αξιοπρέπεια να βγάλει έναν Τεχλιριάν… Το ελλαδικό κράτος συμπεριφερόμενο με τρόπο διχαστικό και ασυγχώρητα ψηφοθηρικό, όρισε, το 1994,την 19 Μαΐου ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1998, καθιερώθηκε η 14η Σεπτεμβρίου ως ημέρα εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το τουρκικό κράτος.

Παράλληλα, οι θρακικές οργανώσεις έχουν ορίσει την 6η Απριλίου ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Θράκης. Ο τεμαχισμός της μνήμης αποσυνδέει τεχνητά τη μια περιοχή από την άλλη.

Συνέπεια αυτής της νοοτροπίας είναι να μην καταδεικνύεται η κεντρική οργάνωση, ο επιτελικός σχεδιασμός και η έκταση του εγκλήματος της Γενοκτονίας εις βάρος των προγόνων μας σε όλες τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Με αυτόν τον τρόπο η συστηματική καταστροφή του Ελληνισμού παρουσιάζεται αποσπασματικά και υποβαθμίζεται σε «τοπικές σφαγές», αναπόφευκτα δυσάρεστα γεγονότα των τότε τραγικών συνθηκών που επικρατούσαν σε κάθε περιοχή, όπως ισχυρίζεται η τουρκική προπαγάνδα.

Ίσως, κάποιοι να θεωρούν πως είναι πιο εύκολο να προωθηθεί, διεθνώς, η αναγνώριση της Γενοκτονίας για μια περιοχή περιορισμένης έκτασης. Δίνοντας έμφαση, όμως, σε μια τακτική νίκη θυσιάζεται ο στρατηγικός στόχος, ο οποίος δεν μπορεί να είναι άλλος από την αναγνώριση των δεινών όλων των προγόνων μας Ελλήνων της Θράκης, του Πόντου και της ευρύτερης Μικράς Ασίας.

Η ικανοποίηση της εκλογικής πελατείας εκ μέρους αριθμού πολιτευτών και οι προσωπικές φιλοδοξίες, ατόμων προσφυγικής καταγωγής τα οποία, θέλουν να καταστήσουν εαυτούς τοπάρχες του προσφυγικού κόσμου, δεν έχουν χώρο στην εθνική προσπάθεια διαφύλαξης της μνήμης των προγόνων μας. Το αίτημα για αναγνώριση της Γενοκτονίας αφορά ολόκληρα έθνη και όχι συγκεκριμένες περιοχές, τις οποίες κατοικούσαν τμήματα των εθνών αυτών.

Αρμένιοι, Εβραίοι και Ασσύριοι μνημονεύουν τα θύματα της Γενοκτονίας των προγόνων τους στο σύνολο τους και όχι ενός μέρους τους. Παράλληλα, η αιτία των δεινών και της καταστροφής των Ελλήνων της οθωμανικής επικράτειας δεν ήταν το γεγονός ότι κατοικούσαν στην Θράκη, στον Πόντο ή στην Ιωνία. Η αιτία ήταν η ελληνική τους καταγωγή και η χριστιανική τους πίστη. Δεν υπήρξε γενοκτονία Θρακών, Ποντίων και Μικρασιατών αλλά Γενοκτονία των Ελλήνων αυτών των περιοχών.

Δεν υπήρξε Γενοκτονία πληθυσμών συγκεκριμένων περιοχών αλλά Γενοκτονία συγκεκριμένου έθνους, των Ελλήνων, ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας. Η καθιέρωση απόδοσης τιμών στα θύματα της μιας και αδιαίρετης Γενοκτονίας εις βάρος των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο ορισμός μιας και μοναδικής ημερομηνίας μνήμης καθώς και η δημιουργία ενός μνημείου του θυσιασθέντος Ελληνισμού, αποτελούν τις απαραίτητες ενέργειες για την προάσπιση της εθνικής μνήμης.

Παράλληλα, η επαναφορά του Ταμείου Ανταλλαξίμου Περιουσίας και Αποκατάστασης Προσφύγων, με την συμμετοχή εκπροσώπων των πλέον αναγνωρισμένων και καταξιωμένων προσφυγικών οργανώσεων ( ΟΠΣΕ, ΠΟΕ, ΠΟΘΣ μεταξύ άλλων) και η απόδοση σε αυτό, σημαντικού μέρους τουλάχιστον, των εσόδων από την εκμετάλλευση των ανταλλαξίμων κτημάτων, θα διασφάλιζε την οικονομική αυτοτέλεια του προσφυγικού κόσμου και θα τον απελευθέρωνε από τον φθοροποιό εναγκαλισμό των πολιτικών κομμάτων, ώστε απερίσπαστος να αφοσιωθεί στην προάσπιση της ιστορικής μνήμης και των παραδόσεων της γενέθλιας γης.

Ιωάννης Σ. Λάμπρου, Πολιτικός Επιστήμων

 Ἀντίβαρο

Οδοιπορικό στον Πόντο: Από το χθες στο σήμερα

$
0
0


του Κωνσταντίνου Φωτιάδη*

Ο Πόντος, ως γεωγραφική ενότητα, από την αρχαιότητα περιλάμβανε την ευρεία παραλιακή χώρα του Εύξεινου Πόντου. Η έκταση κάλυπτε τις περιοχές ανάμεσα στον Φάση ποταμό, κοντά στον οποίο σήμερα βρίσκεται η πόλη Βατούμ της Γεωργίας, και την Ηράκλεια την Ποντική, όπως αναφέρουν οι αρχαίοι ιστοριογράφοι Ηρόδοτος, Ξενοφώντας και άλλοι.

Τα εσωτερικά σύνορα του Πόντου εκτείνονται σε βάθος 200-300 χιλιομέτρων και οριοθετούνται από τη γεωφυσική πραγματικότητα, τις απροσπέλαστες δηλαδή οροσειρές του Σκυδίση, του Παρυάδρη και του Αντιταύρου, οι οποίες χωρίζουν τον Πόντο από την υπόλοιπη Μ. Ασία. Η παρουσία των Ελλήνων στην περιοχή του Πόντου χρονολογείται από την αρχαιότητα, όταν την εποχή του χαλκού οι Έλληνες θαλασσοπόροι αποτόλμησαν να γνωρίσουν την ανθρωποφάγο θάλασσα του Εύξεινου Πόντου με τις μακρινές και απροσπέλαστες παραλίες του. Η αναζήτηση κυρίως χρυσού και άλλων μεταλλευμάτων οδήγησε πολλούς ταξιδευτές στην περιοχή γύρω στα 1000 π.Χ., με πρώτη οργανωμένη αποστολή στην Κολχίδα αυτήν του Ιάσονα και των Αργοναυτών. Οι περιπλανήσεις του Ορέστη στη Θοανία του Πόντου, και του Οδυσσέα στη χώρα των Κιμμερίων, η εξορία του Προμηθέα στον Καύκασο και το ταξίδι του Ηρακλή στον Πόντο επιβεβαιώνουν την ύπαρξη των εμπορικών δρόμων στην περιοχή του Πόντου από τους μυθικούς χρόνους.

Δύο αιώνες αργότερα, το 800 π.Χ., οι προσωρινοί αρχικά εμπορικοί σταθμοί γίνονται μόνιμα οικιστικά κέντρα. Η Μίλητος ήταν η πρώτη που εγκαινίασε την αποικιακή πολιτική της στον Εύξεινο Πόντο ιδρύοντας τη Σινώπη. Στη συνέχεια η Σινώπη ίδρυσε το 756 π.Χ. την Τραπεζούντα, την Κρώμνα, το Πτέριον, την Κύτωρο κ.ά. Όπως αναφέρει ο Πόντιος γεωγράφος Στράβωνας, η μακρινή περιοχή του Πόντου ήταν πολύ παραγωγική και πλούσια σε νερό και καλλιέργειες, με αποτέλεσμα σ’ έναν αιώνα οι αφιλόξενες παραλίες του Εύξεινου Πόντου να γεμίσουν με ελληνικές αποικίες. Τον 6ο αιώνα π.Χ. υπήρχαν εβδομήντα πέντε αποικίες και ήταν ραγδαία η εμπορική, ναυτική και πολιτιστική ανάπτυξη των αποικιών αυτών: H Σινώπη, η Αμισός, η Τραπεζούντα, η Πιτυούντα, η Φαναγορία, το Παντικάπιον, η Θεοδοσία, η Χερσόνησος, η Όλβια, η Ίστρια, η Οδησσός, κ.ά. έγιναν πολυάνθρωπα και ισχυρά κέντρα, για τα οποία οι μαρτυρίες, όσον αφορά στην οικιστική οργάνωση, τις οικονομικές δραστηριότητες, τις εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις με τις μητροπόλεις και με τους γηγενείς λαούς, προέρχονται από τις ανασκαφές και τις πηγές της κλασικής και της μετακλασικής εποχής.

Από τον 5ο αιώνα π.Χ. η περιοχή της Κριμαίας ήταν ο κύριος προμηθευτής σιταριού της Αθήνας. Το αθηναϊκό κράτος, για να προστατεύσει τα εμπορικά του συμφέροντα σ’ αυτή την πλούσια χώρα, έκτισε κατά μήκος των ακτών στρατιωτικές αποικίες, στις οποίες εγκατέστησε 600 Αθηναίους κληρούχους με 30 πολεμικά πλοία. Η εμπορική, οικονομική και στρατηγική σημασία που είχε για την Αθήνα αυτή η περιοχή αποδεικνύεται από την επίσκεψη του Περικλή το 453 π.Χ. Μ’ αυτή τη ρεαλιστική πολιτική ο Περικλής εξασφάλισε τη θαλάσσια συγκοινωνία με τον Εύξεινο Πόντο παγιώνοντας την ανεμπόδιστη εισαγωγή και εξαγωγή προϊόντων από και προς την Αττική. Οι ελληνικοί πληθυσμοί στις αποικίες κρατούσαν με σεβασμό τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα, τα πολεοδομικά δεδομένα και τους πολιτειακούς θεσμούς που είχαν φέρει από τη μητρόπολη. Οι πόλεις είχαν μεταξύ τους αγαθές σχέσεις και πολλαπλασιάζονταν κυρίως στα παράλια μέρη, αλλά και στην ενδοχώρα κοντά σε υδροφόρες περιοχές. Ο ιστορικός Ξενοφώντας, στο έργο του Κύρου Ανάβασις το 401 π.Χ., περιγράφει με λεπτομέρεια τη ζωή των Ελλήνων στην Τραπεζούντα, τονίζοντας ιδιαίτερα την πατροπαράδοτη φιλοξενία των Ελλήνων του Πόντου.

Το ελληνικό εμπόριο και ο πολιτισμός κυριάρχησαν πολύ νωρίς στις αποικίες του Πόντου, ενώ οι πλουτοφόρες περιοχές πρόσφεραν πολύτιμα προϊόντα για την ελληνική οικονομία. Οι πρώτες ύλες, τα δημητριακά, η ξυλεία, η κάνναβις, το λινάρι, τα κτηνοτροφικά είδη, τα ψάρια και αργότερα τα προϊόντα από το πλούσιο υπέδαφος της περιοχής (ασήμι, χαλκός, σίδηρος) αξιοποιήθηκαν με τον καλύτερο τρόπο προς όφελος και των δύο συναλλασσόμενων λαών.

Μέχρι τα αλεξανδρινά χρόνια και χάρη στη συνετή πολιτική τους όλες οι παραλιακές πόλεις, με κύρια την Τραπεζούντα, έμειναν ανεξάρτητες, αυτόνομες και αυτοδιοικούμενες. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα, οι πόλεις αυτές δεν υποδουλώθηκαν ουσιαστικά στους Πέρσες, αλλά μόνον τυπικά. Την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου η Τραπεζούντα συμμετείχε χωρίς θύματα στην εθνική δόξα των Ελλήνων, ενώ άλλες αποικίες όπως η Φώκαια και η Μίλητος επέλεξαν μια «πολυτάραχη αυτονομία» και γι’ αυτό «δεν άργησαν να μεταβληθούν σε ερείπια».

Στην ελληνιστική περίοδο οι ελληνικές πόλεις έφτασαν στο αποκορύφωμα της οικονομικής τους δύναμης και η επίδραση του ελληνικού στοιχείου στους γηγενείς λαούς συνέχιζε να είναι ισχυρή, με αποτέλεσμα την κοινωνική και πολιτισμική εξέλιξή τους. Στα χρόνια της βασιλείας των Μιθριδατών ο Πόντος απέκτησε μεγάλη φήμη, γιατί καθιερώθηκε η ελληνική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα επικοινωνίας των πολυάριθμων και πολύγλωσσων εθνοτήτων της Μ. Ασίας. Παράλληλα, το δωδεκάθεο του Ολύμπου κατόρθωσε ειρηνικά να αφομοιώσει την πλειοψηφία των θεοτήτων της Ανατολής, γεγονός που συνέβαλε ουσιαστικά στην οικοδόμηση ναών σ’ όλο τον Πόντο.

Ο περσικός θεός Μίθρας, χωρίς να εκλείψει ποτέ, σταδιακά ελληνοποιήθηκε και αντικαταστάθηκε από τους θεούς Ήλιο, Απόλλωνα και Ερμή. Η παράλληλη λατρεία γηγενών και ελληνικών θεοτήτων οδήγησε στο πάντρεμα του ελληνικού πνεύματος με την ανατολίτικη σοφία και είχε θετική μόνο προσφορά για το μιθριδατικό βασίλειο και για τον παγκόσμιο πολιτισμό.

Την πρώτη περίοδο της Ρωμαιοκρατίας μετά το 63 π.Χ., όταν ο Ρωμαίος ύπατος Πομπήιος κατέλαβε την Τραπεζούντα, η οικονομική, εμπορική και πολιτική ακμή της μιθριδατικής περιόδου συνεχίστηκε, καθώς οι Έλληνες διατήρησαν την ελευθερία, την ανεξαρτησία και την αυτονομία τους. Η απουσία της κεντρικής ρωμαϊκής εξουσίας, που έδινε τη δυνατότητα στους Έλληνες να αναπτύξουν τις ποικίλες ικανότητές τους, και η υιοθέτηση του διοικητικού σχήματος οργάνωσης των Μιθριδατών ενίσχυσαν την ελληνική παράδοση και το ελληνικό φρόνημα. Τα κτήρια, οι ξενώνες, οι τάφοι μαρτυρούν τον πλούτο των πόλεων και αποδεικνύουν ότι η ελληνική τέχνη και επιστήμη καλλιεργούνταν συστηματικά σε όλες τις πόλεις του Πόντου.

Τη δεύτερη περίοδο της Ρωμαιοκρατίας, η εφαρμογή της δυτικής αυταρχικής διακυβέρνησης του Διοκλητιανού και των άλλων Ρωμαίων αυτοκρατόρων υπήρξε η αρχή μιας κρίσιμης περιόδου για τον Πόντο. Στα χρόνια του ανθύπατου Λίβιου, η Τραπεζούντα και οι άλλες ελληνικές πόλεις σταμάτησαν να αυτοδιοικούνται. Ακόμη και ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο οποίος σε άλλους τομείς βοήθησε τον ελληνισμό της περιοχής, ως υπέρμαχος της συγκεντρωτικής πολιτικής συγχώνευσε όλες τις τυπικές εξουσίες στην κεντρική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης.


Ο Πόντος στην εποχή του Βυζαντίου
Μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, ολόκληρος ο Πόντος χωρίστηκε σε τρεις γεωγραφικές περιφέρειες. Το δυτικό τμήμα, που ονομάστηκε Ελενόποντος προς τιμή της μητέρας του Μ. Κωνσταντίνου, περιλάμβανε τις πόλεις Αμάσεια, Ιβώρα, Ευχάιτα, Ανδράπα, Ζάλιχα, Σινώπη και Αμισό. Το ανατολικό τμήμα, στο οποίο υπάγονταν οι πόλεις Νεοκαισάρεια, Κόμανα, Πολεμώνιον, Κερασούντα και Τραπεζούντα, ονομάστηκε Πολεμωνιακός Πόντος, από το όνομα του διοικητή Πολέμωνα. Το τρίτο γεωγραφικό τμήμα, με πρωτεύουσα τη Νικόπολη και γνωστές πόλεις τη Σεβάστεια, τα Σάταλα, και τη Σεβαστούπολη Αρμενιακού, που συμπεριλάμβανε μέρος του Πόντου και της Μικρής Αρμενίας, ονομάστηκε Κολωνεία.

Ο ελληνισμός και ο χριστιανισμός ήταν οι παράγοντες που επηρέασαν τον διοικητικό μηχανισμό και δημιούργησαν την ελληνοβυζαντινή αυτοκρατορία. Κατά τη μακραίωνη περίοδο της Ρωμαιοκρατίας ανοικοδομήθηκαν τα ρωμαϊκά τείχη. Έγιναν επίσης λιμενικά έργα, νέα οικιστικά κτήρια και στρατόπεδα μέσα στην πόλη της Τραπεζούντας για να φιλοξενηθεί η Πρώτη Ποντιακή Λεγεώνα. Οι Τραπεζούντιοι άρχισαν να συνειδητοποιούν τη σημασία της πόλης τους στον άξονα Ανατολή – Κωνσταντινούπολη και τον μεσολαβητικό τους ρόλο για τις σχέσεις της πρωτεύουσας με τα ομόθρησκα, συμμαχικά και πελατειακά κρατίδια της γειτονικής Γεωργίας.


Ο χριστιανισμός διαδόθηκε στον Πόντο πολύ νωρίς από τους αποστόλους Ανδρέα και Πέτρο, με πρώτο ιεραποστολικό σταθμό την Αμισό. Παρά τα σοβαρά προβλήματα που προκαλούσαν οι ειδωλολάτρες και η ρωμαϊκή διοίκηση, η χριστιανοσύνη ρίζωνε σταθερά σε όλες τις επαρχίες του Πόντου. Στα χρόνια των τελευταίων διωκτών αυτοκρατόρων, Διοκλητιανού (284-305), Γαλερίου (306-311) και Μαξιμίνου (305-311) ο Πόντος πέρασε μια κρίσιμη εικοσαετία θρησκευτικών διωγμών και μαρτυρίων, με αποτέλεσμα τη φυγή πολλών χριστιανών προς τις δύσβατες βουνοκορφές στο εσωτερικό της χώρας. Ωστόσο, οι συστηματικοί διωγμοί αντί να κλονίζουν το φρόνημα των καταδιωκόμενων χριστιανών, δυνάμωναν περισσότερο τον αγώνα για τη διάδοση του χριστιανισμού και τη συντριβή των ειδώλων. Δημιουργήθηκε, έτσι, μια τάξη μαρτύρων του Χριστού, με σημαντικότερους τον Ευγένιο από την Τραπεζούντα, τον Ουαλεριανό από την Εδίσκη, τον Κανίδιο από την Τσολόσαινα και τον Ακύλα από τη Γοδαίνη της Χαλδίας. Ο μαρτυρικός θάνατος του Ευγένιου οριστικοποίησε τον θρίαμβο του χριστιανισμού κατά της ειδωλολατρίας και από τότε τιμάται ως φωτιστής, διδάσκαλος και πολιούχος της Τραπεζούντας, αλλά και όλων των Ελλήνων του Πόντου μέχρι τις μέρες μας. Στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου η Εκκλησία του Πόντου οργανώθηκε διοικητικά και ιδρύθηκε η «Επισκοπή Τραπεζούντος εν τη ποντική διοικήσει», η οποία αργότερα εξελίχθηκε σε μητρόπολη με δεκαπέντε επισκοπές. Η εδραίωση του χριστιανισμού συνέβαλε ουσιαστικά στην ίδρυση πολλών χριστιανικών ναών και μοναστηριών, με σημαντικότερα εκείνα του Αγίου Ιωάννου Βαζελώνος, της Παναγίας Σουμελά, του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα και άλλα, τα οποία έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διάδοση και τη διάσωση του χριστιανισμού και του ελληνισμού.
Μετά τον Μέγα Θεοδόσιο, ένα μέρος του ανατολικού Πόντου πέρασε στην εξουσία της δυναστείας των Περσών. Η περιοχή της Τραπεζούντας και η επαρχία της Χαλδίας ευτύχησαν να μη γνωρίσουν την ασιατική καταπίεση. Με τη νίκη του Ιουστινιανού οι Πέρσες εκδιώχτηκαν από τη Λαζία του Πόντου και τις άλλες περιοχές, γεγονός που συνέβαλε στον εκχριστιανισμό ακόμη και της τελευταίας ειδωλολατρικής φυλής του Πόντου, των Τζάνων, λαού κατεξοχήν πολεμικού.

Στα χρόνια του Λέοντα Γ΄ του Ισαύρου ο Πόντος ανέκτησε τη γεωπολιτική, στρατιωτική και οικονομική προνομιακή του θέση. Ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε σημαντικά και η Τραπεζούντα τον 10ο αιώνα έγινε σπουδαίος εμπορικός σταθμός. Όπως αναφέρουν και δύο σύγχρονοι Άραβες γεωγράφοι (Μασσουδή και Ισταχρή) η Τραπεζούντα εξελίχτηκε σε οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο του Πόντου, με αποτέλεσμα την ισχυροποίηση του ελληνισμού.

Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες, για την ενίσχυση των ανατολικών τους συνόρων, είχαν παραχωρήσει ιδιαίτερα προνόμια στους θεματάρχες του Πόντου, ακολουθώντας μια συνετή κοινωνική και φορολογική πολιτική, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των ακριτικών πληθυσμών. Πουθενά αλλού σε όλο τον βυζαντινό χώρο δεν υμνήθηκε τόσο πολύ ο κύκλος των ακριτικών τραγουδιών όσο στον Πόντο και την Καππαδοκία, γεγονός που επιβεβαιώνει την ουσιαστική προσφορά των ακριτών στη φύλαξη των βυζαντινών συνόρων, για το διάστημα που ίσχυε το προνομιακό καθεστώς. Η λαϊκή μούσα ξεχώρισε σε ανδρεία και αρετή τον Διγενή Ακρίτα, οι αγώνες του οποίου συμβόλιζαν την αδιάκοπη πάλη της ελληνικής φυλής ενάντια σε όλους τους ανατολικούς εχθρούς.

Μετά τον 11ο αιώνα η καταστροφή των αρμενικών κρατιδίων και η απέλαση των αρμενικών φύλων στην Καππαδοκία και την Κιλικία ευνόησαν τις εισβολές των Σελτζούκων. Η αποφασιστική πολεμική επιχείρηση απομάκρυνσης των Σελτζούκων από τον αυτοκράτορα Ρωμανό (1067-1071) κατέληξε στην καταστροφική ήττα της μάχης του Μαντζικέρτ (26 Αυγούστου 1071), που είχε ως αποτέλεσμα την ελεύθερη επέλαση των Σελτζούκων, οι οποίοι ανεμπόδιστοι κατέκλυσαν τη Μ. Ασία και δημιούργησαν ξεχωριστά κράτη, το σουλτανάτο του Ρουμ με πρωτεύουσα το Ικόνιο, και το εμιράτο των Ντανισμενιδών με πρωτεύουσα τη Νεοκαισάρεια.

Αυτήν την περίοδο της κρίσης το Βυζάντιο αδιαφόρησε για τα ανατολικά του σύνορα και άλλαξε την κοινωνική και φορολογική πολιτική του προς τους ακρίτες και τους θεματάρχες του Πόντου, με αποτέλεσμα τα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου να γίνουν ανίσχυρα και ευάλωτα σε κάθε εχθρό. Οι ακρίτες δεν είχαν πλέον λόγους να πολεμούν για τον τόπο τους. Πολλοί έφυγαν για πιο εύπορες περιοχές ή άλλαξαν επάγγελμα. Τότε ανεξαρτητοποιήθηκαν πολλοί από τους θεματάρχες και δούκες του Πόντου. Άλλοι, πάλι, αναγκάστηκαν να πολεμήσουν μόνοι τους για να ελευθερώσουν τις περιοχές τους από τους Σελτζούκους και τους ανατολικούς εχθρούς, χωρίς την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια του Βυζαντίου. Από τους αγώνες αυτούς γνωστοί είναι οι ήρωες και τα κατορθώματα των ανεξάρτητων Ποντίων θεματαρχών Θεόδωρου και Κωνσταντίνου Γαβρά και Γρηγορίου του Ταρωνίτη.

Η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας δικαιωματικά κατέχει ξεχωριστή θέση στην παγκόσμια ιστορία, αφού, χάρη στη διπλωματική ευελιξία και την πολιτική και στρατιωτική ικανότητα των διοικούντων, κατόρθωσε να βοηθήσει πολύπλευρα την ταραγμένη από τις μεσαιωνικές δεισιδαιμονίες Ευρώπη. Το κράτος των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας ιδρύθηκε από τον Αλέξιο, απόγονο της αυτοκρατορικής δυναστείας των Κομνηνών, μετά την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους το 1204 και τον νέο διοικητικό κατακερματισμό του Βυζαντίου. Ο λαός του Πόντου τον αναγνώρισε ως νόμιμο κληρονόμο της βυζαντινής, γιατί σεβάστηκε την καταγωγή, την ορθόδοξη πίστη του, και κυρίως γιατί φοβήθηκε τις πολιτικές μεταβολές στην Κωνσταντινούπολη, τους Φράγκους κατακτητές και τους Σελτζούκους, που καθημερινά τους προκαλούσαν.

Οι συνεχείς απελευθερωτικοί και αμυντικοί αγώνες των Κομνηνών της Τραπεζούντας όχι μόνο εξασθένισαν την ασιατική επέκταση στην απροετοίμαστη Δύση, αλλά και βοήθησαν πολιτιστικά την Ευρώπη μεταλαμπαδεύοντας σ’ αυτή τον ώριμο πολιτισμό και την παιδεία της, μετά την αναγκαστική φυγή των λογίων της Τραπεζούντας, όταν χάθηκε και το τελευταίο αυτό ελληνικό προπύργιο. Ο Πόντιος Βησσαρίων, ο μετέπειτα καρδινάλιος, και ο φιλόσοφος Γεώργιος ο Τραπεζούντιος κατέχουν ακόμη και σήμερα ξεχωριστή θέση στα ευρωπαϊκά γράμματα.

Η Τραπεζούντα τον 14ο αιώνα υπήρξε κέντρο της αστρονομίας και των μαθηματικών, με ονομαστούς δασκάλους τον Γρηγόριο Χιονιάδη, τον Κωνσταντίνο Λουκύτη και τον κληρικό Μανουήλ. Από όλα τα μέρη του κόσμου πήγαιναν εκεί για να σπουδάσουν. Στη σχολή της Τραπεζούντας δίδαξε επίσης ο βυζαντινός ποιητής Θεόδωρος Πρόδρομος, ο γνωστός στη νεοελληνική λογοτεχνία Φτωχοπρόδρομος, ενώ πολλοί ιστορικοί από την Τραπεζούντα όπως ο Θεωνάς, ο Μιχαήλ Πανάρετος, ο Ανδρέας Λιβαδινός, ο μητροπολίτης Ιωσήφ Λαζαρόπουλος, έγραψαν άριστες ιστορικές, φιλολογικές, εθνολογικές και γεωγραφικές πραγματείες. Η Τραπεζούντα, ως πρωτεύουσα του παρευξείνιου ελληνισμού, εκτός από πνευματικό κέντρο υπήρξε και κόμβος εμπορικών ανταλλαγών ανάμεσα στις χώρες της Ανατολής και της Δύσης, με αποτέλεσμα στην αγορά της να συναντώνται λαοί από την Ασία και την Ευρώπη, οι οποίοι μετέφεραν μια πολυχρωμία από γλώσσες, ενδυμασίες και θρησκείες.

Οι Μεγαλοκομνηνοί, οι οποίοι έφεραν τον τίτλο «Βασιλείς και Αυτοκράτορες πάσης Ανατολής, Ιβήρων και Περατείας», παρά τα μεγάλα μερικές φορές αντεθνικά τους λάθη, παλεύοντας επί 257 χρόνια κατόρθωσαν να σώσουν τους Μαυροθαλασσίτες Έλληνες.


Η οθωμανική κατοχή
Με την άλωση της Πόλης το 1453 και της Τραπεζούντας το 1461 αρχίζει και για τον ποντιακό ελληνισμό η σκληρή οθωμανική κυριαρχία. Το παλάτι των Κομνηνών μετατράπηκε σε στρατώνα γενιτσάρων, όπου οκτακόσιοι νέοι έγιναν γενίτσαροι και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η μητρόπολη των Κομνηνών, η Παναγία η Χρυσοκέφαλος, έγινε τζαμί, ενώ πολλοί Έλληνες των πλούσιων παραλιακών πόλεων και των χωριών πήραν τον δρόμο της εξόδου και της προσφυγιάς. Άλλοι μετοίκησαν στα παράλια της μεσημβρινής και της νότιας Ρωσίας, άλλοι στις παραδουνάβιες περιοχές και άλλοι στις απάτητες βουνοκορφές του εσωτερικού Πόντου, κτίζοντας καινούργια ελληνικά χωριά και πόλεις, οι οποίες έγιναν νέα πολιτισμικά κέντρα και δέχονταν φιλόξενα κάθε καταδιωγμένο Έλληνα.

Οι πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821, οι αδελφοί Αλέξανδρος και Δημήτριος Υψηλάντης, ήταν Ποντιόπουλα της διασποράς. Οι εσωτερικές και οι εξωτερικές μετοικεσίες μπορεί να αλλοίωσαν την πληθυσμιακή κοινωνική και οικονομική δομή της ελληνικής κοινωνίας, αλλά δεν μπόρεσαν να την τραυματίσουν θανάσιμα, γιατί τα μόνιμα όπλα του ελληνισμού, η θρησκεία, η γλώσσα και η μακραίωνη ελληνική πολιτιστική παράδοση, αντιστάθηκαν στην οσμανική βία.

Ωστόσο, πολλοί από εκείνους που έμειναν στα μέρη τους αναγκάστηκαν κάτω από τις μεσαιωνικές πιέσεις των Οθωμανών ν’ αλλαξοπιστήσουν για να σώσουν τη ζωή, την τιμή και τις περιουσίες τους και για ν’ απαλλαγούν από την απάνθρωπη συμπεριφορά τους. Είναι αδύνατο να περιγράψει κανείς τις συνθήκες που βρίσκονταν χιλιάδες Έλληνες οι οποίοι αλλαξοπίστησαν: κάθε χωριό, κάθε πόλη, κάθε οικογένεια έχει και μια ιδιαίτερη τραγική ιστορία. Η τυραννία των σατράπηδων, ο θρησκευτικός φανατισμός των μουσουλμάνων, οι πιέσεις και οι διωγμοί των ντερεμπέηδων, τα συνεχή βασανιστήρια λύγιζαν το ανθρώπινο ηθικό και οδηγούσαν στην εξωμοσία. Όσοι αντιστάθηκαν, οι νεομάρτυρες που μαρτύρησαν δημόσια στο όνομα του χριστιανισμού αποκηρύσσοντας τον ισλαμισμό, οι κλέφτες και οι αντάρτες, τα παλικάρια του Πόντου που κατέφυγαν στις δυσπρόσιτες , έγιναν ηρωικά πρότυπα.

Τους πρώτους αιώνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν εκδιώχθηκαν μόνο οι Έλληνες του Πόντου, αλλά κινδύνευσε πολλές φορές σοβαρά και ο πολιτισμός τους: Το 1764 η Κερασούντα, εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου των μικρών τυραννίσκων, καταστράφηκε ολοσχερώς. Την ίδια τύχη είχε και η κωμόπολη Κόραλλα το 1811, ενώ η Τραπεζούντα συρρικνωνόταν από την πείνα και την εξαθλίωση. Η στυγνή βία και η τυραννία των σουλτάνων και των τοπαρχών ανάγκαζε συνέχεια τις περισσότερες ελληνικές οικογένειες να μετακινούνται προς τα βουνά του Πόντου.

Από τις αρχές του 17ου αιώνα ο ελληνισμός του Πόντου άρχισε να ξαναριζώνει στον τόπο του, να ξαναβρίσκει τον εαυτό του και να χρησιμοποιεί το πνεύμα και τις ικανότητές του. Τη θέση των Ελλήνων ενίσχυσαν πολύ τα μοναστήρια και τα μεταλλεία του Πόντου, που ήταν γνωστά από την πρώιμη βυζαντινή εποχή. Η συστηματική εκμετάλλευση των μεταλλείων είχε αρχίσει στις αρχές του 16ου αιώνα. Οι Έλληνες μεταλλωρύχοι είχαν αποκτήσει μια σχεδόν μονοπωλιακή θέση σε όλους τους τομείς των ορυχείων. Γι’ αυτόν τον λόγο έγιναν αναντικατάστατοι στην αυτοκρατορία και η Πύλη αναγνώρισε αμέσως τη σημασία που είχαν τα ορυχεία αργύρου, μολύβδου και χρυσού στην ποντιακή ενδοχώρα. Οι σουλτάνοι, που χρειάζονταν χρήματα για τη συνέχιση των κατακτητικών τους πολέμων, έθεσαν όλα τα ορυχεία και μεταλλουργεία υπό την εποπτεία τους. Πρώτος ο Μουράτ Α΄ (1574-1595) κρατικοποίησε τις στοές και τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας, εξασθενίζοντας έτσι οικονομικά και πολιτικά τη δύναμη των τοπικών τυραννίσκων, η αλαζονεία και η απληστία των οποίων απέβαινε εις βάρος της ζωής, της προσωπικής ελευθερίας και της περιουσίας των καταφρονεμένων ραγιάδων. Τα προνόμια που δόθηκαν στους μεταλλωρύχους οδήγησαν πολλούς χριστιανούς στις ποντιακές κοινότητες των ορυχείων, ενώ ανάλογα προνόμια είχαν επίσης όσοι δούλευαν στα ναυπηγεία.

Στη μακραίωνη περίοδο της δουλείας μπόρεσε μια μεγάλη κατηγορία χριστιανών να αντισταθεί στο καρκίνωμα των εξισλαμισμών. Ήταν οι Κρυπτοχριστιανοί ή Κλωστοί ή Κρυφοί ή Γυριστοί ή Τενεσούρηδες. Ήταν οι λαθρόβιοι χριστιανοί που αναγκάστηκαν να δεχτούν, εξωτερικά μόνο, τον ισλαμισμό, διατηρώντας στα βάθη της ψυχής τους τη χριστιανική πίστη και, όπου οι συνθήκες το επέτρεπαν, την ελληνική γλώσσα. Μ’ αυτό το θανάσιμο παιχνίδι έμειναν πιστοί στην ορθοδοξία και την εθνική τους ταυτότητα. Το μεγαλύτερο μέρος των κρυπτοχριστιανών έζησε και ζει ακόμη στον Πόντο, ενώ σε μικρότερη κλίμακα το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού παρατηρήθηκε επίσης στην Αλβανία, την Κύπρο, την Κρήτη, την Κωνσταντινούπολη, την Καππαδοκία και τα νησιά του Αιγαίου.

Σήμερα φαίνεται ασύλληπτο πώς μπόρεσαν οι Έλληνες αυτοί να διατηρήσουν από γενιά σε γενιά κρυφό το μυστικό της χριστιανικής τους πίστης, όταν ξέρουμε πως το Κοράνι καταδικάζει ρητά τους αποστάτες με ταπεινωτικό θάνατο. Τα μεγάλα μοναστήρια του Πόντου κατείχαν ξεχωριστή θέση στην υποστήριξη των κρυπτοχριστιανών και των νεομαρτύρων. Χάρη στη διπλωματία τους έσωσαν πολλές φορές ηθικά, πνευματικά, εθνικά και σωματικά τους καταδιωκόμενους χριστιανούς.


Η άνθιση του Πόντου
Το φαινόμενο της αποκρυφίας, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά επίσημα το 1856. Οι κρυπτοχριστιανοί του Πόντου, εκμεταλλευόμενοι την έκδοση του σουλτανικού διατάγματος Χάτι Χουμαγιούν, που υποσχόταν θρησκευτική και πολιτική ελευθερία σε όλους τους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συγκεντρώθηκαν τον Μάρτιο του 1857 στη μονή της Θεοσκεπάστου και εκεί ορκίστηκαν να αγωνιστούν μέχρι την τελική νίκη, αψηφώντας την εξορία, τον θάνατο και τ’ άλλα βασανιστήρια με τα οποία τους εκβίαζαν οι οθωμανικές αρχές. Η αντιπροσωπευτική επιτροπή, που ορίστηκε από τους κρυπτοχριστιανούς, με επιστολή της προς τις πρεσβείες των Μ. Δυνάμεων, προς το Πατριαρχείο και προς την Υψηλή Πύλη πέτυχε να αναγνωριστούν οι πρώτοι κρυπτοχριστιανοί ως χριστιανοί.

Το 1856, η επιτόπια έρευνα που έγινε στην περιοχή του Πόντου για την καταγραφή των κρυφών χριστιανών είχε ως αποτέλεσμα μια έκθεση η οποία σήμερα βρίσκεται στα αρχεία του Φόρεϊν Όφις και βεβαιώνει τον μεγάλο αριθμό των κρυπτοχριστιανών κατοίκων. Παρά τη διακοπή της έρευνας από τις οθωμανικές αρχές, από τον φόβο του εκχριστιανισμού και εξελληνισμού της περιοχής, οι κάτοικοι πολλών περιοχών (Κρώμνης, Ματσούκας, Σουρμένων, Σάντας, Ιμέρας) σήκωσαν τη σημαία της εθνικοθρησκευτικής επανάστασης. Το 1857, οι επιτροπές που δημιουργήθηκαν κατέγραψαν 30.000 κρυφούς χριστιανούς, ενώ ολόκληρα χωριά, το ένα μετά το άλλο, αποκάλυπταν το μυστικό τους. Η πρώτη αυτή διπλωματική νίκη του 1857, στην οποία συμμετείχαν ενεργά και οι αντιπρόσωποι των Μ. Δυνάμεων, προκάλεσε ένα νέο εχθρικό και αντιδραστικό κλίμα προς τους χριστιανούς, όπως περιγράφουν και οι εκθέσεις των υποπροξένων Τραπεζούντας, Κυπριώτη και Συναδινού, προς το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας και προς τον μητροπολίτη Τραπεζούντας Κωνστάντιο.

Οι οθωμανικές αρχές, μπροστά στον κίνδυνο του εκχριστιανισμού και εξελληνισμού ολόκληρου του Πόντου, μηχανεύτηκαν διάφορους τρόπους καταστολής, όπως τη στρατολόγηση όλων όσοι αναγνωρίστηκαν ως χριστιανοί. Η στρατολόγηση όμως των κρυπτοχριστιανών, οι οποίοι αποκαλούνταν αρνησίθρησκοι από τους Τούρκους, σήμαινε σίγουρο θάνατο στα οθωμανικά στρατόπεδα. Γι’ αυτόν τον λόγο οι περισσότεροι κρυπτοχριστιανοί αναγκάστηκαν να φύγουν στην ομόθρησκη Ρωσία. Στα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας στη Μόσχα υπάρχουν πολλές εκθέσεις που αναφέρονται στο δράμα των κρυπτοχριστιανών. Το 1910, η νεοτουρκική βουλή αναγκάστηκε να αναγνωρίσει μια μεγάλη κατηγορία κρυπτοχριστιανών ως γνήσιους χριστιανούς. Οι περισσότεροι όμως από αυτούς ήταν άτυχοι, γιατί εγκλωβίστηκαν στην ανατολίτικη γραφειοκρατία.

Σύμφωνα με τις εκθέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας, το 1914 επίσημα καταγραμμένοι ήταν 43.000 κρυπτοχριστιανοί.

Το δυσοίωνο κλίμα για τους υπόδουλους Έλληνες άρχισε σταδιακά να υποχωρεί μετά την παραχώρηση των ειδικών προνομίων, γνωστών στην παγκόσμια ιστορία με τους νομικούς όρους Χάτι Σερίφ (1839) και Χάτι Χουμαγιούν (1856).

Η θεωρητική ισονομία και η θρησκευτική ελευθερία, μαζί με την ανάπτυξη του εμπορίου και της οικονομίας, οδήγησαν στην αύξηση του ποντιακού πληθυσμού, την καλλιέργεια της ελληνικής παιδείας και την ανάπτυξη της νεοελληνικής συνείδησης.

Ο ποντιακός ελληνισμός εγκατέλειψε τα κρησφύγετά του και κατέβηκε στις παραλιακές περιοχές, όπου έκτισε καινούργια χωριά, εκκλησίες και σχολεία. Σε σύντομο χρονικό διάστημα πήρε ξανά στα χέρια του το εμπόριο ολόκληρου του Εύξεινου Πόντου και της ενδοχώρας, ενώ η Τραπεζούντα ξαναβρήκε τις παλιές της δόξες. Το μέλλον της περιοχής προβλεπόταν ευοίωνο, χάρη στην εύφορη χώρα με την πλούσια βλάστηση, τις απέραντες δασικές εκτάσεις με έλατα, πλατάνια, πεύκα και άλλα δέντρα που κάλυπταν τις περιοχές της Σινώπης, της Τρίπολης, της Κερασούντας, της Τραπεζούντας και των Σουρμένων. Στην Κερασούντα είχαν ιδρυθεί εργοστάσια ατμοπριόνων για την παραγωγή ξυλείας από έλατα.

Η γεωργική οικονομία στηριζόταν κυρίως στο σιτάρι, το καλαμπόκι, το κριθάρι, τα όσπρια, τα πορτοκάλια, τα γεώμηλα και τα εξαίρετα καπνά, ιδιαίτερα των περιοχών της Αμισού και της Πάφρας. Τα τυροκομικά προϊόντα του Πόντου ήταν και είναι επίσης δημοφιλή στις αγορές της Κωνσταντινούπολης και των άλλων μεγαλουπόλεων. Προς βορρά η οροσειρά Παρυάδρου, πλούσια σε μεταλλευτικά κοιτάσματα, έδωσε τη δυνατότητα δημιουργίας μεταλλείων αργύρου, χαλκού και μολύβδου στις περιφέρειες της Αργυρούπολης και της Τρίπολης. Εξίσου αναπτυγμένη ήταν η βιοτεχνία στον χώρο της χρυσοχοΐας, της σιδηρουργίας και της χαλκουργίας, καθώς επίσης και η βιομηχανία της ναυπηγικής. Η κύρια πλουτοπαραγωγική πηγή στα παράλια του Εύξεινου Πόντου ήταν το διαμετακομιστικό εμπόριο, με κυριότερα λιμάνια την Αμισό, την Τραπεζούντα, την Κερασούντα, την Οδησσό, τη Βραΐλα, το Νοβοροσίσκ και τη Σεβαστούπολη.

Η Τραπεζούντα μέχρι το 1869 έλεγχε το 40% του εμπορίου της Περσίας, και το διαμετακομιστικό εμπόριο απέφερε περίπου 200.000.000 φράγκα κέρδος τον χρόνο.

Οι Έλληνες διέθεταν εμπορικά υποκαταστήματα και πρακτορεία μεταφορών στη Ρωσία, την Περσία, την Κωνσταντινούπολη, τη Μασσαλία, την Αγγλία και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Ευρώπης. Για μεγάλο διάστημα και μετά το 1883 τέσσερις μεγάλοι ελληνικοί τραπεζικοί και εμπορικοί οίκοι της Τραπεζούντας έλεγχαν μαζί με το υποκατάστημα της Τράπεζας Αθηνών σχεδόν όλη την οικονομία του ανατολικού Πόντου. Ανάλογη ήταν η οικονομική κίνηση των Ελλήνων και στις άλλες πόλεις του Πόντου: Από το εμπορικό λιμάνι της Αμισού εξάγονταν μεγάλες ποσότητες εξαιρετικού καπνού και άλλων εγχώριων προϊόντων, ενώ το 1869 στην Αμισό, από τις 214 επιχειρήσεις της πόλης οι 156 ανήκαν στους Έλληνες. Στην Κερασούντα οι εφοπλιστικοί και εμπορικοί οίκοι των Κωνσταντινίδη, Κακουλίδη, Σούρμελη και Πισσάνη καταξιώθηκαν στα μεγάλα εμπορικά κέντρα του Εύξεινου Πόντου, αλλά και της Ευρώπης.

Η οικονομική άνθιση του ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή του Εύξεινου Πόντου είχε ως αποτέλεσμα την πνευματική και καλλιτεχνική αναγέννηση. Οι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου πρόσφεραν γενναιόδωρα ένα σεβαστό ποσό από τα κέρδη τους υπέρ των θρησκευτικών, εκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και αξιόλογοι επιστήμονες στέλνονταν για ειδίκευση σε διάφορα πανεπιστήμια της Ευρώπης, για να μεταφέρουν στην πατρίδα τους τις νέες επιστημονικές μεθόδους διδασκαλίας.

Το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, που είχε ιδρύσει το 1682 ο μεγάλος Τραπεζούντιος δάσκαλος του Γένους Σεβαστός Κυμινήτης και λειτούργησε παρά τις αντιξοότητες μέχρι το 1922, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πνευματική και ηθική ανάπλαση των Ελληνοποντίων και στην ανάπτυξη της εθνικής τους συνείδησης.

Στις αρχές του 20ού αιώνα δεν υπήρχε ποντιακό χωριό χωρίς δικό του σχολείο και δική του εκκλησία. Σύμφωνα με τη στατιστική του Πανάρετου, το 1913 στις επαρχίες των έξι μητροπόλεων του Πόντου κατοικούσαν 697.000 Έλληνες, ενώ το ίδιο διάστημα, σύμφωνα με τον Γ. Λαμψίδη, λειτουργούσαν 1.890 εκκλησίες, 22 μοναστήρια, 1.647 παρεκκλήσια και 1.401 σχολεία με 85.890 μαθητές!

Το ελληνικό τυπογραφείο που στήθηκε το 1880 στην Τραπεζούντα συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης και στην προετοιμασία ενός αγωνιστικού κλίματος για την αντικατάσταση του οθωμανικού καθεστώτος από ένα ελεύθερο και δημοκρατικό πολίτευμα. Ο ελληνοκεντρικός προσανατολισμός του κλίματος αυτού είχε ως πρωτεργάτες την πρωτοεμφανιζόμενη αστική τάξη και επιβεβαιώνεται από συγκεκριμένα γεγονότα που μαρτυρούν την πατριωτική δράση της. Από τον ρωσο-οθωμανικό πόλεμο του 1828-1829, μέχρι και την κρητική εξέγερση του 1866-67, οι Έλληνες του Πόντου ήταν παρόντες.

Ο 20ός αιώνας βρίσκει τον ελληνισμό του Πόντου με θεαματικό προβάδισμα συγκριτικά με τις άλλες εθνότητες της ευρύτερης περιοχής στον οικονομικό και τον πνευματικό τομέα. Ωστόσο, η πολιτική εξόντωσης των Ελλήνων από τις νεοτουρκικές κυβερνήσεις με τα οικονομικά, εκπαιδευτικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά μέτρα που επέβαλαν στις χριστιανικές εθνότητες, σε αντιδιαστολή με τις δηλώσεις του προέδρου των Η.Π.Α. Γ. Ουίλσον για την αυτοδιάθεση των λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οδήγησαν κυρίως τους Πόντιους της διασποράς στη μεγάλη απόφαση να αγωνιστούν για τη δημιουργία μιας αυτόνομης Ποντιακής Δημοκρατίας. Οι Έλληνες της διασποράς ήταν πρωτεργάτες στους αγώνες για τη δημιουργία μιας αυτόνομης ποντιακής δημοκρατίας με βασικούς εκπροσώπους τούς Κ. Κωνσταντινίδη από τη Μασσαλία, Β. Ιωαννίδη και Θ. Θεοφυλάκτου από το Βατούμ, Ι. Πασσαλίδη από το Σοχούμ, Λ. Ιωαννίδη και Φ. Κτενίδη από το Κρασνοντάρ. Από τους Έλληνες του ιστορικού Πόντου ξεχωρίζουν οι δύο σεβάσμιες μορφές της Εκκλησίας, ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος και ο μητροπολίτης Αμάσειας Γερμανός Καραβαγγέλης.





Η καταστροφή
Λίγες μέρες πριν από τη ρώσικη κατοχή της Πόλης, τον Απρίλιο του 1916, έγινε η παράδοση της Τραπεζούντας από τον Τούρκο Βαλή Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμή μπέη στον μητροπολίτη Χρύσανθο, ο οποίος, λόγω της συνετούς πολιτικής του απέναντι στους μουσουλμάνους της περιοχής, έγινε δεκτός από τους Ρώσους, αλλά και από τους προξενικούς εκπροσώπους των άλλων κρατών, ως ηγέτης στην ευαίσθητη περιοχή, όπου το αίμα των αθώων Αρμενίων και Ελλήνων ήταν ακόμη νωπό. Η δίχρονη προεδρία του ήταν ένα αληθινό διάλειμμα δημοκρατίας και αρμονικής συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων. Τον Φεβρουάριο του 1918 η κατάσταση είχε αλλάξει ριζικά, όταν, ύστερα από την επικράτηση των μπολσεβίκων το 1917, ο ρώσικος στρατός εγκατέλειψε την Τραπεζούντα και η περιοχή ξαναπέρασε στην κατοχή των Νεότουρκων.

Στις δύσκολες εκείνες στιγμές, χιλιάδες Έλληνες του ανατολικού Πόντου και του Καρς, για να γλιτώσουν από τη γενοκτονική πολιτική των Νεότουρκων πήραν τον δρόμο της φυγής προς την εμφυλιοκρατούμενη Ρωσία. Ο ξεριζωμός των Ελλήνων ευαισθητοποίησε τους Έλληνες της Ρωσίας, οι οποίοι ήδη από το Α΄ Πανελλήνιο Συνέδριο, τον Ιούλιο του 1917, στο Ταϊγάνιο, αποφάσισαν την εκλογή Κεντρικού Συμβουλίου για τη δημιουργία ανεξάρτητου ποντιακού κράτους, με προσωρινή έδρα την πόλη Ροστόβ. Για πρώτη φορά οι Πόντιοι της διασποράς οργανώθηκαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Βόλο) καθώς επίσης και στις πόλεις του εξωτερικού.

Στην Ευρώπη, πρωτεργάτης του αγώνα ήταν ο Κ. Κωνσταντινίδης, ο οποίος από τη Μασσαλία με διαδοχικά υπομνήματα ενημέρωνε τις συμμαχικές δυνάμεις για την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στον Πόντο. Ο ίδιος επίσης τύπωσε και κυκλοφόρησε χάρτη που όριζε τα σύνορα της προτεινόμενης Ποντιακής Δημοκρατίας. Η ρώσικη επανάσταση ξεσήκωσε τους Έλληνες του Πόντου για τον δικό τους εθνικό αγώνα, ενώ στο πρώτο παγκόσμιο Παμποντιακό Συνέδριο, που οργανώθηκε στη Μασσαλία τον Φεβρουάριο του 1918, ο ίδιος ο Κ. Κωνσταντινίδης, με τηλεγράφημα που έστειλε στον Λ. Τρότσκι, ζήτησε επίσημα την υποστήριξη της Σοβιετικής Ρωσίας.

Στο Συνέδριο Ειρήνης όμως στο Παρίσι, που άρχισε τον Δεκέμβριο του 1918, ο Ελ. Βενιζέλος πιέστηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις και δεν συμπεριέλαβε τον Πόντο στον φάκελο των ελληνικών διεκδικήσεων και, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των Ελλήνων του Πόντου, συμφώνησε να παραχωρηθεί η περιοχή στην υπό ίδρυση Αρμενική Δημοκρατία. Τον Απρίλιο του 1919, ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος επισκέφθηκε τον Ελ. Βενιζέλο στο Παρίσι και ο πρωθυπουργός, μετά την αναλυτική ενημέρωση, παραδέχτηκε ότι διαπραγματεύτηκε λαθεμένα το ποντιακό ζήτημα. Παράλληλα με τον παμποντιακό αγώνα των Ελλήνων της Ρωσίας, ο Χρύσανθος επισκέφθηκε το Εριβάν και διαπραγματεύτηκε με τους Αρμένιους, καθώς επίσης και με τους μουσουλμάνους του Πόντου, μια μορφή συνομοσπονδίας. Ωστόσο, η καχυποψία και των δύο πλευρών έγινε αιτία να χαθεί πολύτιμος χρόνος, ο οποίος λειτούργησε αρνητικά, εξαιτίας των γρήγορων πολιτικών εξελίξεων. Το πολιτικό γεγονός που λειτούργησε ως ταφόπετρα του ποντιακού ζητήματος ήταν η κεμαλομπολσεβικική συνθήκη φιλίας και συνεργασίας που υπογράφηκε τον Μάρτιο του 1921. Ο αδύναμος Κεμάλ πασάς, ενισχυμένος από τον Λένιν οικονομικά, στρατιωτικά και ηθικά, συνέχισε το γενοκτονικό του έργο και ταυτόχρονα εμφανίστηκε στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου με παράλογες απαιτήσεις, που, λόγω των νέων πολιτικών εξελίξεων, δεν απορρίφθηκαν από τις νικήτριες συμμαχικές μας δυνάμεις.

Παρά το αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε, ο ποντιακός ελληνισμός δεν πτοήθηκε. Στις 10 Μαρτίου 1921 ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός πρότεινε στον υπουργό Εξωτερικών Μπαλτατζή συνεργασία με τους Κούρδους και τους Αρμένιους για να χτυπηθεί το κίνημα του Κεμάλ. Η κυβέρνηση του Γούναρη, απομονωμένη και από τους συμμάχους, δεν πήρε καμία πρωτοβουλία, ενώ οι Πόντιοι, απογοητευμένοι, με πρωτοβουλία του Γερμανού Καραβαγγέλη, διοργάνωσαν δύο συνέδρια, στην Κωνσταντινούπολη στις 17 Αυγούστου 1921 και στην Αθήνα στις 4 Σεπτεμβρίου. Συγχρόνως κατήγγελλαν την αδράνεια των συμμαχικών δυνάμεων και της ελληνικής κυβέρνησης στο σχεδιασμένο πρόγραμμα αφανισμού όλων των Ποντίων. Η τελευταία προσπάθεια ποντοαρμενικής συνεργασίας άρχισε καθυστερημένα στις αρχές του 1922, όταν πια τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων είχαν αλλάξει πλευρά. Εκμεταλλευόμενος την ευκαιριακή συγκυρία, ο Κεμάλ πασάς, με τη φανερή υποστήριξη των μπολσεβίκων, της Ιταλίας, της Γαλλίας και τη σιωπηρή σύμπραξη της Αγγλίας, άρχισε την αντεπίθεση,που έφερε και την κατάρρευση του μετώπου. Η ελληνική Σμύρνη δεν υπήρχε πλέον, και το τέλος της ελληνικής Μ. Ασίας σφραγίστηκε με τη θυσία του ελληνικού Πόντου.

Η Ποντιακή Δημοκρατία έμεινε ένα όνειρο, ενώ η καταδίκη σε θάνατο από την κεμαλική κυβέρνηση όλων των πρωτεργατών του αγώνα σφράγισε την εθνική συμφορά του ποντιακού ελληνισμού, η οποία συνδέεται με τη γενικότερη τύχη του ελληνισμού της Μ. Ασίας. Αυτή την περίοδο της γενοκτονίας, αλλά και νωρίτερα, ένας δεύτερος ποντιακός ελληνισμός ζούσε και μεγαλουργούσε στη Ρωσία. Περισσότεροι από 500.000 Πόντιοι κατοικούσαν στη Ρωσία, ενώ το 1918, με τις ομαδικές μετοικεσίες των καταδιωγμένων Ποντίων, ιδιαίτερα μετά την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων, ξεπέρασαν τους 750.000.

Πέρα από τις πρώτες ομαδικές εγκαταστάσεις των αρχαίων Ελλήνων σε όλη τη Μαύρη Θάλασσα, ο Καύκασος, η Γεωργία, η νότια Ρωσία, η μεσημβρινή Ρωσία, οι παραδουνάβιες περιοχές και οι βουλγαρικές ακτές του Εύξεινου Πόντου έγιναν σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το καταφύγιο των Ελληνοπαίδων. Φτάνει να δει κανείς τη χρονολογική σειρά των αναγκαστικών μετακινήσεων, για να καταλάβει ότι ο ελληνισμός του Πόντου κατέφευγε στη φιλόξενη ομόθρησκη Ρωσία κάθε φορά που αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα εθνικής επιβίωσης. Σήμερα υπολογίζεται ότι στην πρώην Σοβιετική Ένωση ζουν ακόμη περισσότεροι από μισό εκατομμύριο Πόντιοι, οι οποίοι διατηρούν, στον βαθμό που δεν επεμβαίνουν οι αρχές των ανεξάρτητων Δημοκρατιών της Κοινοπολιτείας, τις πατροπαράδοτες ελληνοποντιακές τους παραδόσεις.

Στον ιστορικό Πόντο, το τέλος της ιστορίας και του πολιτισμού των Ποντίων ήταν εξαιρετικά τραγικό και σταμάτησε βίαια με την απάνθρωπη, αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών που όρισε η Συνθήκη της Λωζάννης το 1923.

Είναι γνωστή η γενοκτονία του αρμενικού λαού το 1915 από τους Νεότουρκους, αλλά δεν είναι γνωστή η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, που είχε τις ίδιες αναλογίες ποσοτικά και ηθικά με τη γενοκτονία των Αρμενίων, την περίοδο 1916-1923. Από τους 697.000 Πόντιους που ζούσαν το 1913 στον Πόντο, περισσότεροι από 353.000, δηλαδή ποσοστό μεγαλύτερο από το 50%, βρήκαν οικτρό θάνατο μέχρι το 1923 από τους Νεότουρκους και τους κεμαλικούς στις πόλεις και τα χωριά, στις εξορίες και τις φυλακές, στα τάγματα εργασίας, τα λεγόμενα «αμελέ ταμπουρού», που ήταν τάγματα θανάτου.

Η κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή του Εύξεινου Πόντου επιδεινώθηκε όταν ο ελληνικός στρατός, στις 15 Μαΐου 1919, κατέλαβε τη Σμύρνη και ένα μέρος της ενδοχώρας. Ο ίδιος ο Κεμάλ, στις 19 Μαΐου 1919, οργάνωσε τη δεύτερη φάση των διωγμών, όταν αποβιβάσθηκε στη Σαμψούντα. Με τη Συνθήκη της Λωζάννης στις 24 Ιουλίου 1923 ορίστηκε ως σύνορο μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας ο ποταμός Έβρος και η συρρίκνωση του έθνους μέσα στα όρια του κράτους επισημοποιήθηκε με τη σύμβαση περί ανταλλαγής πληθυσμών, η οποία είχε υπογραφεί στη Λωζάννη στις 30 Ιανουαρίου 1923.

Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων προσφύγων είχε ήδη εγκαταλείψει την περιοχή πριν τη σύμβαση, ενώ πολλοί κατέφυγαν στις παραλιακές πόλεις για να επιβιβασθούν σε πλοία για την Ελλάδα. Συνολικά ο παρευξείνιος ελληνισμός εξοντώθηκε κατά την περίοδο 1914-1924 ή ακολούθησε τον δρόμο της διασποράς προς την Ευρώπη, την Αμερική και την Περσία (Ιράν), τη Σοβιετική Ένωση και την Ελλάδα. Τα αρχεία των υπουργείων Εξωτερικών της Ευρώπης και της Αμερικής, καθώς επίσης και οι εκθέσεις άλλων διεθνών οργανισμών, είναι ακόμη και σήμερα ζωντανοί μάρτυρες κατηγορίας των εγκλημάτων που συστηματικά διαπράχθηκαν από τις τουρκικές κυβερνήσεις εις βάρος των Ελλήνων του Πόντου.

Η εθνική συμφορά του 1922 είχε ως συνέπεια το ξερίζωμα του ελληνισμού της Μ. Ασίας. Περισσότεροι από 1.300.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εκπατριστούν βίαια, εγκαταλείποντας τους προσφιλείς νεκρούς, μαζί με τις περιουσίες τους και τον πολιτισμό της τρισχιλιόχρονης δημιουργικής παρουσίας τους εκεί.


Ο ξεριζωμός και η αποκατάσταση
Η μικρασιατική καταστροφή ξανάφερε στο προσκήνιο την ταραγμένη εσωτερική πολιτική κατάσταση. Η ανικανότητα των εναλλασσόμενων κυβερνήσεων ανάγκασε τον στρατηγό Πλαστήρα ν’ αναλάβει την εξουσία, να εκθρονίσει τον βασιλιά Κωνσταντίνο και να κινητοποιήσει όλες τις κρατικές υπηρεσίες για την επίλυση των προσφυγικών προβλημάτων. Η συντριπτική πλειοψηφία του προσφυγικού πληθυσμού, 638.252 άτομα, δηλαδή ένα ποσοστό 53%, εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία, αρχικά στις περιοχές που εγκατέλειψαν οι ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι.

Τα κύρια προβλήματα που αντιμετώπισε το κράτος την πρώτη αυτή περίοδο της προσφυγιάς ήταν η επισκευή των εγκαταλειφθέντων οικισμών από τους τουρκικούς και βουλγαρικούς πληθυσμούς, η ανέγερση νέων οικιών και οικισμών, η κατασκευή συγκοινωνιακών έργων, η διανομή γεωργικών κλήρων στους πρόσφυγες γεωργούς και ο εφοδιασμός τους με τα στοιχειώδη εργαλεία και τους γεωργικούς σπόρους για την καλλιέργεια των κτημάτων. Η ελληνική κυβέρνηση, για να συνεχίσει το έργο της αποκατάστασης των προσφύγων Ποντίων, ζήτησε τη μεσολάβηση της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία ενέκρινε τη δανειοδότηση. Θετικό ρόλο έπαιξε η περίφημη Έκθεση του Nάνσεν, ώστε στο τέλος του 1924, μετά από επίμονες διαπραγματεύσεις και αυστηρές δεσμεύσεις, υπογράφηκε το δάνειο ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και την Τράπεζα της Αγγλίας, με ονομαστικό κεφάλαιο 12.300.000 λίρες Αγγλίας.

Η Ε.Α.Π. (Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων), με την άρτια διοικητική, οικονομική και τεχνική της οργάνωση μπόρεσε να προχωρήσει στην εφαρμογή του προγράμματος αποκατάστασης των προσφύγων. Στην επιτυχία του προγράμματος συνετέλεσαν και οι ίδιοι οι πρόσφυγες, με την εργατικότητα, την ικανότητα, την τιμιότητα και την πείρα που διέθεταν στον οικονομικό και πολιτισμικό χώρο. Τα 2/3 των εξόδων της Ε.Α.Π. δαπανήθηκαν στη Μακεδονία, με αποτέλεσμα ν’ αλλάξει ριζικά η περιοχή σε τέτοιο βαθμό ώστε, σύμφωνα με τις δηλώσεις του αντιπροέδρου της Τζον Κάμπελ, το 1930 δυσκολευόταν κανείς να αναγνωρίσει τον έρημο τόπο του 1923.

Η γεωργία, η κτηνοτροφία, η σηροτροφία και η αλιεία αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα από τους πρόσφυγες, με αποτέλεσμα την ευρύτερη ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας. Η κοινωνική πολιτική του Βενιζέλου βοήθησε οριστικά στη μόνιμη εγκατάσταση των αγροτικών πληθυσμών, ενώ διάφορα προνομιακά μέτρα, που λειτούργησαν προσωρινά για τους πρόσφυγες των παραμεθόριων περιοχών, συνέβαλαν αποφασιστικά στην επάνδρωση των ακριτικών χωριών. Οι πρόσφυγες έγιναν για μία ακόμη φορά άγρυπνοι φρουροί των συνόρων.

Παράλληλα με τη μερική αποκατάσταση των αγροτικών πληθυσμών, οι ελληνικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να λύσουν, έστω και προσωρινά, τα πολύπλοκα προβλήματα των αστικών προσφυγικών πληθυσμών. Το κράτος έριξε το βάρος στη λύση του στεγαστικού προβλήματος, ενώ η Ε.Α.Π. δαπάνησε 2.422.961 λίρες Αγγλίας για τη στέγαση 165.000 περίπου αστών προσφύγων. Το 50% του αστικού πληθυσμού συγκεντρώθηκε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.

Η συμπεριφορά πολλών γηγενών Ελλήνων απέναντι στους πρόσφυγες ήταν αρνητική, όπως καταγράφουν αρκετές πηγές. Παρ’ όλες τις δυσκολίες, οι πρόσφυγες δεν λιποψύχησαν, αλλά επιστράτευσαν όλους τους μηχανισμούς επιβίωσης που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της συμβίωσής τους με τους Οθωμανούς. Στην κατηγορία αυτή βέβαια δεν συμπεριλαμβάνονται οι δεκάδες χιλιάδες πλούσιοι Μικρασιάτες πρόσφυγες, οι οποίοι, χωρίς κρατική βοήθεια, χάρη στις επενδύσεις που είχαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έλυσαν μόνοι τα προβλήματά τους.

Ωστόσο, η οδύσσεια του παρευξείνιου ελληνισμού δεν σταματά στη μικρασιατική καταστροφή. Συνεχίστηκε αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο της Ρωσίας, κατά τον οποίο χάθηκαν άδικα δεκάδες χιλιάδες Έλληνες. Κατά την περίοδο των σταλινικών διώξεων 1937-1939, περίπου 20.000 Έλληνες εκδιώχθηκαν από τη Σοβιετική Ένωση προς την Ελλάδα, πέρα από τα δεκάδες χιλιάδες θύματα στους τόπους των εκτοπίσεων, στο Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν, την Κιργισία, τις στέπες και στις άλλες αφιλόξενες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης. Άλλοι 13.500 πήραν επίσης τον δρόμο της προσφυγιάς το 1965.

Το προσφυγικό ζήτημα επιδεινώθηκε ξανά τον Μάρτιο του 1988, όταν οι σοβιετικές αρχές άνοιξαν τα σύνορα για τους λαούς των Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών και δημιουργήθηκε αναγκαστικά ένα μεγάλο κύμα νέων προσφύγων Ελλήνων από τη Ρωσία προς την Ελλάδα, που ξεπέρασε σήμερα τις 180.000.

Η ελληνική πολιτεία ήταν και πάλι απροετοίμαστη για την ενσωμάτωση των νέων Ποντίων προσφύγων στους κόλπους της. Είναι γεγονός ότι από το 1923 κανένα άλλο προσφυγικό κύμα δεν είχε τέτοιο μέγεθος ώστε να αναγκάσει το ελληνικό κράτος να ασκήσει εκ νέου μια πολιτική υποδοχής και αποκατάστασης των προσφύγων. Η εγκατάστασή τους έγινε κυρίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Τον Δεκέμβριο του 1990 ιδρύθηκε το Εθνικό Ίδρυμα Υποδοχής και Αποκατάστασης Παλιννοστούντων Ομογενών Ελλήνων (Ε.Ι.Υ.Α.Π.Ο.Ε.). Η αδυναμία της πολιτείας στο πρόβλημα της αποκατάστασης των νεοπροσφύγων οδήγησε ειδικά τα προσφυγικά σωματεία να απαιτήσουν την ίδρυση μικρών οικισμών στη Θράκη και τη δημιουργία μιας παραδοσιακής ποντιακής πόλης με το όνομα «Ρωμανία», για να εγκατασταθούν αρκετοί νεοπρόσφυγες Πόντιοι στις ακριτικές θέσεις της Βόρειας Ελλάδας.

Ο προσφυγικός πληθυσμός στη δεκαετία 1922-1932 πρόσφερε στο ελληνικό κράτος την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος, την ανάπτυξη της γεωργίας, της βιοτεχνίας, της βιομηχανίας, του εμπορίου, της ναυτιλίας, και επιπλέον προώθησε τη δημιουργία ενός νέου ελληνικού πνεύματος από τη σύζευξη του μικρασιατικού με το ελλαδικό. Οι τίμιοι και δημοκρατικοί αγώνες των αγροτών, των εργατών και των αστών συνέβαλαν αποφασιστικά στον εκσυγχρονισμό της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα. Οι κοινωνικοί αγώνες των προσφύγων για μια δικαιότερη κατανομή του εθνικού εισοδήματος έγιναν αιτία για τη δημιουργία νέων πολιτικών σχηματισμών και κομμάτων.

Πάνω απ’ όλα, ο προσφυγικός ελληνισμός ευρύτερα διακρίθηκε και διακρίνεται για τη βαθιά του αγάπη στις τέχνες και τα γράμματα. Η αναπτυγμένη πνευματική υποδομή των περισσότερων προσφύγων, οι οποίοι διακρίνονταν ιδιαίτερα για τη γλωσσομάθεια και την πολυμάθειά τους, συνέβαλε αποφασιστικά στη γρήγορη προσαρμογή τους στο ελλαδικό κλίμα, αλλά και στην ουσιαστική προσφορά τους στην πολιτιστική πρόοδο ολόκληρης της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, στη λογοτεχνία, η γενιά του ‘30 άντλησε θεματικά ερεθίσματα από τη ζωή και τα έθιμα των προσφύγων, ενώ τα εξαιρετικά ακριτικά και ιστορικά τραγούδια του Πόντου, τα θρησκευτικά τραγούδια της Καππαδοκίας, τα ρεμπέτικα της Ιωνίας, πλούτισαν και ανανέωσαν με τον βυζαντινό τόνο και χρώμα τους την ελλαδίτικη μουσική. Οι πολεμικοί ποντιακοί χοροί, οι πολιτιστικοί σύλλογοι, τα προσφυγικά σωματεία, τα βιβλία, οι εφημερίδες και τα περιοδικά τους αποτελούν μέχρι σήμερα σημαντικό τμήμα της πολιτισμικής κληρονομιάς του παρευξείνιου ελληνισμού.

Η ελληνοχριστιανική παράδοση διαφυλάχθηκε τόσο από τους πρόσφυγες του 1922, αλλά και από τις επόμενες γενιές μέχρι και σήμερα τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στο εξωτερικό. Τα θρησκευτικά σύμβολα και τα ιστορικά μοναστήρια (Παναγία Σουμελά, Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτας, Άγιος Ιωάννης Βαζελώνας, Θεόδωρος Γαβράς, Παναγία Γουμερά, Άγιος Βασίλειος Λαγκαδά), τα οποία ανιστόρησαν σε διάφορα βουνά της Μακεδονίας, σηματοδότησαν και σηματοδοτούν μέχρι σήμερα τους Έλληνες πρόσφυγες του Εύξεινου Πόντου.

Ο σύγχρονος παρευξείνιος ελληνισμός (ελληνόφωνος, τουρκόφωνος και ρωσόφωνος) αγωνίζεται για τη διατήρηση της εθνικής συνείδησης, του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, της χριστιανικής ορθόδοξης πίστης, αλλά και για το συνταίριασμα των ευρύτερων πολιτισμικών στοιχείων που μεταφέρει.

Η μαζική εισροή ενίσχυσε τις προσφυγικές κοινότητες της Ελλάδας και της Ρωσίας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα μόνιμο δίκτυο μεταφοράς ανθρώπων, αγαθών, ιδεών, ανάμεσα στους ελληνικούς και τους ρώσικους πόλους της ποντιακής διασποράς. Η Θεσσαλονίκη παραμένει το κύριο κέντρο συγκέντρωσης και οργάνωσης των παγκόσμιων παμποντιακών και παμμικρασιατικών συνεδρίων, καθώς η Μακεδονία και η Θράκη συνιστούν την κύρια γεωγραφική ζώνη εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα.

Ωστόσο, σήμερα θεωρούμε ότι στα πλαίσια της ειρηνικής συμβίωσης λαών και εθνοτήτων, ο Καύκασος, η Κριμαία και ολόκληρη η Μαύρη Θάλασσα θα φτωχύνουν χωρίς την παρουσία του ελληνισμού, ο οποίος άλλωστε ενισχύει τη συνεργασία και τη φιλία ανάμεσα στον ελληνικό λαό και τους λαούς της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.

Η Ελλάδα οφείλει να ενισχύσει στον οικονομικό και εκπαιδευτικό τομέα τον παρευξείνιο ελληνισμό, ο οποίος ήδη ανασυγκροτείται στις περιοχές της Μαριούπολης και του Ντονέσκ της Ουκρανίας, όπως και σε πολλές αστικές και αγροτικές περιοχές της Ρωσίας.

Η συλλογική ζωή των Ελλήνων στις περιοχές αυτές, όπως επίσης και των νεοπροσφύγων στην Ελλάδα, προσανατολίζεται προς την πολιτιστική αναγέννηση με τη γλώσσα, τη θρησκεία, τη μουσική, τους χορούς, αλλά και την καλλιέργεια της εθνικής μνήμης.

* Καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Κοσμήτορας Παιδαγωγικής Σχολής Φλώρινας Πρόεδρος Τμήματος Βαλκανικών Σπουδών Φλώρινας

Ο ιδιότυπος εθνικισμός της κυρίας Ρεπούση

$
0
0
Βασίλης Ν. Τριανταφυλλίδης
(Χάρρυ Κλυνν)

Αντίβαρο, Ιούνιος 2007

Είναι έννοιες που σε βασανίζουν…
Εικόνες που έρχονται και ξανάρχονται…
Μνήμες που σε τυραννούν…
Παρελθόντα και επερχόμενα που ταιριάζουν απαράλλαχτα…
Χρόνος που πάει πίσω-μπρος και ως σφήνα ξυλοκόπου εισχωρεί στο γηραιό κορμό των γεγονότων αφήνοντας πληγές ανοιχτές που κανένας χρόνος δεν μπορεί να θεραπεύσει…

Δε θεραπεύει πληγές η ιστορία ούτε ανοίγει.
Κι όπως το τραγούδι δεν έχει καμιά σχέση με τους τραγουδοποιούς, η ποίηση με τους ποιητές, η ζωγραφική με τους ζωγράφους, έτσι κι η ιστορία δεν έχει καμία σχέση με τους ιστορικούς.

Υπάρχει μια αλληλουχία στην έννοια των γεγονότων, που κανένας ζήλος δεν είναι σε θέση να διακόψει, κανείς επαναπροσδιορισμός να την οριοθετήσει, καμιά πρόθεση να τη μεγεθύνει ή να την ελαχιστοποιήσει…

Ας μη μας διαφεύγει ακόμα η έννοια του γεγονότος ως γεγονός που δεν μπορεί εξ ανάγκης να ταυτιστεί με την καταγραφή, με την ανάλυση, με τη σύγκριση, με τη θεώρηση…
Ότι κι πεις για τα γεγονότα, τα γεγονότα δεν αλλάζουν, είναι αυτά που είναι.
Παραμένουν όπως την πρώτη μέρα της γέννησής τους, υπέργηρα έμβρυα ελπίδων και οραμάτων…

Οι άνθρωποι είναι που αλλάζουν.
Οι θεωρήσεις και οι ιδεολογίες που αποτυγχάνουν είναι εκείνες που βασίζονται τη μονιμότητα της ανθρώπινης φύσης και όχι στην ανάπτυξη και στην εξέλιξή της.

Αυτό το λάθος κάνουν οι μεταμοντέρνοι ιστορικοί του αριστερονεοταξικού διαλογισμού που εγωιστικά επιμένουν να ζητούν από εμάς να σκεφτόμαστε και να εκτιμούμε όπως σκέφτονται και εκτιμούνε αυτοί!
Στο βιβλίο της ιστορίας της ΣΤ’ δημοτικού η συγγραφέας του πονήματος κυρία Ρεπούση εκθειάζει τον Μουσταφά Κεμάλ, του οποίου το μεγάλο όραμα ήταν η ενοποίηση της αταίριαστης κληρονομιάς της χώρας του, και τον αποκαλεί «ηγέτη του απελευθερωτικού αγώνα των Τούρκων» και αναμορφωτή του Τουρκικού κράτους(!) αφήνοντας κατά μέρος τον απίστευτο αυταρχισμό και τη βαρβαρότητα που υιοθέτησε ο «πατέρας των Τούρκων» προκειμένου να μετατρέψει με αίμα και θάνατο σε Τούρκους, Κούρδους, Άραβες, Έλληνες, Λαζούς, Τσέτες, Κιργάσιους, Αρμένιους, Ουζμπέκους, Εβραίους, Πομάκους, Τουρκμένους, Ασσύριους, Πέρσες, Ρομά, Αζέρους, Γεωργιανούς, Τσερκέζους, Κιζήλ-Μπασήδες, Γορούκους, Αφσάρους, Δερβίσες και τόσους άλλους που συνέθεταν το εντυπωσιακό μωσαϊκό των εθνοτήτων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας…

Δε μας λέει, βεβαίως, η κυρία Ρεπούση και οι κάθε είδους ψυχωσικοί υποστηριχτές της αν όλοι αυτοί οι λαοί «συνεργάστηκαν» με τον «απελευθερωτή» Κεμάλ για την αναμόρφωσή τους, και αν η «συνεργασία» αυτή ήταν εντελώς ελεύθερη και πήγαζε από την ελεύθερη θέλησή τους…

Που να βρει, όμως, το κουράγια να μας το πει…
Πως να διασπάσει το φράγμα των δύο και πλέον εκατομμύρια ψυχών, των δύο και πλέον εκατομμυρίων ερινύων… Εκτός και αν η ψύχωση προχώρησε μέχρι του σημείου της πλήρους νοητικής απονεύρωσης… Οπότε…

Άφαντη και η ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού στο πόνημα, το οποίο πεισματικά αρνείται να πετάξει στο καλάθι των αχρήστων η κυρία υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Ούτε λέξη για τις μετατοπίσεις των πληθυσμών, τις λεηλασίες, τις πυρπολήσεις των χωριών, τους βιασμούς και τις δολοφονίες που είχαν ως κύριο στόχο την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών του Πόντου, για να πετύχουν ευκολότερα τον εκτουρκισμό εκείνων που θα απέμεναν.
Άφαντη και η γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού…
Προφανώς γιατί κάποιοι αθεράπευτοι νεωτεριστές θεωρούν τα 2.000.000 Ποντίων που ζουν σήμερα στην Ελλάδα ως ένα είδος «ιστορικών απολιθωμάτων» ή «αποβλήτων» της θριαμβευτικής, αδυσώπητης και ισοπεδωτικής πορείας του κράτους-έθνους.

«Η γενοκτονία που συνεχίστηκε και έγινε γενοκτονία μνήμης» όπως λέει η δρ. της Φιλολογίας Σοφία Καστανίδου. «Η γενοκτονία που γεωπολιτικοί λόγοι και κρατικές σκοπιμότητες επέβαλαν ώστε τα τελευταία χρόνια αυτή να παραμείνει στη λήθη. Και για μας τους Έλληνες αποτελεί ντροπή, και υπάρχουν ευθύνες, γιατί χρειάστηκε να περάσουν 71 ολόκληρα χρόνια από το τέλος της βάρβαρης γενοκτονίας και του ξεριζωμού των προγόνων μας από τον Πόντο, τη Θράκη, τη Μικρά Ασία για να φτάσει επιτέλους η στιγμή που σύσσωμη η ελληνική Βουλή στη συνεδρίαση της 24ης Φεβρουαρίου 1994 ψήφισε νόμο βάσει του οποίου ορίζεται η 19η Μαΐου ως «Ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου».... Ενώ λοιπόν σε μας τους Ποντίους αφαιρέθηκε το δικαίωμα στην ύπαρξη, το δικαίωμα να διατηρούμε και να κατέχουμε ειρηνικά το έδαφός μας, και σήμερα είμαστε διάσπαρτοι σε πολλές περιοχές του πλανήτη, Ελλάδα, Ευρώπη, Ρωσία, Αμερική, Αυστραλία χωρίς το δικαίωμα συλλογικής ζωής και επικοινωνίας»

Η λήθη, η παραποίηση και η αποσιώπηση δεν είναι η λύση των προβλημάτων μας με την Τουρκία, κυρία Ρεπούση, ούτε πάλι είναι η λύση των ουσιαστικών προβλημάτων που απασχολούν Έλληνες και Τούρκους ξεχωριστά.
Αντιθέτως, είναι η επιδείνωση των προβλημάτων αυτών.
Ο σωστός σκοπός θα είναι να γίνει προσπάθεια να χτιστούν οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις πάνω σε μια τέτοια βάση που η κάθε είδους πολιτική σκοπιμότητα να είναι αδύνατη. Και όλες οι αδόκιμες νεοταξικές αλχημείες που καταγράφονται στο πόνημά σας δε μπορεί παρά να εμποδίζουν την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού.
Η απόκρυψη και η παραποίηση των ιστορικών γεγονότων εν ονόματι μιας αμφιβόλου αποτελεσματικότητας προσέγγισης μόνο ένα πλήθος αμαρτιών μπορεί να γεννήσουν…
Δυστυχώς, δεν κατορθώσατε κυρία Ρεπούση, όπως λέει ο Πλάτωνας, να σταθείτε «πίσω από το καταφύγιο του τείχους», μακριά από τις κραυγαλέες απαιτήσεις της νεοταξικής λαίλαπας και της φθίνουσας αριστερονεοτερίστικης αντίληψης σας, προς δικό σας όφελος, και προς το «ασύγκριτο και αιώνιο όφελος του κόσμου όλου» όπως λέει κι ο Oscar Wilde.

Απ’ την άλλη μην ξεχνάτε ότι όποτε μια υπερδύναμη επιχειρήσει να υπαγορεύσει στον καλλιτέχνη τι πρέπει να κάνει, η τέχνη ή εξαφανίζεται εντελώς, ή γίνεται άκαμπτη και στεγνή, ή πέφτει και εκφυλίζεται σε μια χυδαία και χαμηλή μορφή δεξιοτεχνίας…
Δεν ξέρω, βέβαια, αν μπορείτε να φανταστείτε τι μπορεί να συμβεί όταν η υπερδύναμη αυτή επιχειρεί να υπαγορεύσει και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γράφεται η ιστορία…

Είναι λάθος να νομίζετε ότι εσείς και μόνο εσείς επισημάνατε τις αδυναμίες των σχολικών βιβλίων μέσα από τα οποία τα παιδιά μας διδάσκονται την ιστορία μας. Πάνω από μισό αιώνα και πλέον αγωνιζόμαστε και μοχθούμε καθημερινά να τεθεί επιτέλους οριστικό τέλος στην ύπαρξη των λευκών σελίδων της νεοελληνικής ιστορίας… Και πάνω από μισό αιώνα και πλέον αντιμετωπίζουμε δειλούς, συμβιβασμένους, ανιστόρητους και ιδιότυπους εθνικιστές σας κι εσάς και τους υποστηριχτές σας, που επιμένουν πεισματικά να εμφανίζουν το γένος των Ελλήνων, το έθνος κοσμοσύστημα, δηλαδή, που υπηρέτησε μια ανθρωποκεντρική πραγματικότητα, ως ένα ξεπερασμένο έθνος-κράτος δέσμιο της ανελευθερίας και της συντήρησης, λάφυρο της γηγενούς άρχουσας τάξης και της νέας τάξης πραγμάτων.

Ο ΧΑΡΡΥ ΚΛΥΝΝ ΣΤΟ ΤΡΙΗΜΕΡΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΟΥΜΕΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΗ

$
0
0

Ο ΧΑΡΡΥ ΚΛΥΝΝ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ "ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ" ΑΡΗ ΚΑΣΙΜΙΔΗ

Στα πλαίσια του 14 Φεστιβάλ βιβλίου-Αφιέρωμα στον Προσφυγικό Ποντιακό Ελληνισμό που διοργανώνει ο "ΠΟΝΤΙΑΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΕΤΕΡΙΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ", έγινε το βράδυ της Παρασκευής στην πλατεία Ελευθερίας της Κατερίνης η ομιλία του Χάρρυ Κλυνν με θέμα «Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ»

ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΡΥ ΚΛΥΝΝ



Κάποτε πρέπει επί τέλους να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους.

Απευθύνομαι λοιπόν, στους εντός και εκτός των τειχών «προοδευτικούς  μονοπωλητές» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων….
Στους εντός και εκτός των τειχών «προοδευτικούς  υμνητές» του σφαγέα «απελευθερωτή» Κεμάλ…
Στους εντός και εκτός των τειχών «προοδευτικούς πληρωμένους κοντυλοφόρους…»
Στους  εντός και εκτός των τειχών «προοδευτικους εξολοθρευτες» των 2.700 χρόνων της ενδοξης ιστορίας του Ποντιακού Ελληνισμού…


Συνεχίστε επιδεικτικά να αγνοείτε και να μάχεστε την γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού...
Συνεχίστε να σπαταλιέστε σε μια μίζερη και αδιέξοδη ελληνοκεντρική αλγολαγνεία…
Συνεχίστε να αρνείστε τη δημιουργία Σχολείων της Ποντιακής γλώσσας και Ιστορίας όπου υπάρχουν ικανοί Ποντιακοί πληθυσμοί…
Συνεχίστε να κρατάτε τα μάτια σας κλειστά μπροστά στο δράμα που ζουν οι 8.000.000 κρυπτοχριστιανοί της νεοκεμαλικής Τουρκίας, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι «Ποντιακής καταγωγής»…
Συνεχίστε να προβάλλεται ως "φωτεινή" τη "σκοτεινή πλευρά» του μυαλού σας…»

ΟΙ ΠΟΝΤΙΟΙ ΧΑΙΡΕΤΟΥΝ ΤΟΝ «ΠΑΣΧΟΝΤΑ» ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗ

$
0
0

ΕΓΡΑΦΑ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 2008...


Του Βασίλη Ν. Τριανταφυλλίδη(Χάρρυ Κλυνν)

Χαιρετούμε με τον προσήκοντα σεβασμό το «μεγάλο διπλωματούχο ιστορικό», τον «υμνητή» της φιλελεύθερης πολιτικής παρακαταθήκης ΤΟΥ MILTON FRIEDMAN, τον «υπερήφανο μαθητή» του «σεσημασμένου» νεοταξίτη αμπελοφολόσοφου Νίκου Δήμου, τον «αβανταδόρο» της «επιστημονικής ληστοσυμμορίας» Ρεπούση-Λεωντσίνη, τον «ιδεολογικό παρατρεχάμενο» της «παρέας» Ανδριανόπουλου, Ευαγγελόπουλου, Μπήτρου, Παπανδρόπουλου, Χρηστίδη, τον αθεράπευτο θιασώτη του «αμερικάνικου ονείρου» και του «άσχημου, αλλά βολικού μπλου τζιν»!!!

Χαιρετούμε των «πρωτοπόρο των αγραμμάτων», το νέο δείγμα του «ελεγχόμενου μικροαστικού λαϊκισμού» που ανακάλυψε «το διχασμό της δυτικής φιλοσοφίας, της αντίληψης δηλαδή που έχουμε για τον κόσμο που έχει μακρά ιστορία. Από τη μία υπάρχουν οι «ηπειρωτικοί φιλόσοφοι» (continentals) και από την άλλη οι Αγγλοσάξωνες…»Πρωτοποριακώς ανατριχιαστική η φιλοσοφική σκέψη που θα μείνει ακέραια στην αιωνιότητα για να δείχνει στον τυφλό κόσμο ότι πέραν των μεγάλων της ανθρώπινης σκέψης (Πλάτωνας, Αριστοτέλης, Στωικοί, Επικούρειοι, Ντεκάρτ, Σπινόζα, Λάιμπνιτς, Λοκ, Κοντιγιάκ, Ντιντερό, Χιουμ, Καντ, Χέγκελ, Μαρξ, Νίτσε, Κοντ, Μπέρξον, Μπασελάρ, Χάιντεγκερ, Σαρτρ… υπάρχει και ο εκ Κοζάνης «Πάσχων» μανδραβέλης φιλόσοφος, ιστορικός, αρθρογράφος ειδικός σε θέματα πολιτικά, επιστημονικά, οικονομικά, περιβαλλοντικά, στρατιωτικά, βιοτεχνολογικά, απορρυπαντικά, ποδοσφαιρικά, ενδοκρινολογικά, ηλεκτρολογικά, υδραυλικά, ζαχαροπλαστικά, εδώδιμα αποικιακά, είδη κιγκαλερίας και είδη υγιεινής! (Μακάρι να ήξερε να τραβάει και το καζανάκι!)
Χαιρετούμε τον «Πάσχοντα» Mανδραβέλη γεννηθέντα το 1963 στην Kοζάνη. Σπουδάσαντα οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Aθηνών με μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο της Nέας Yόρκης “New School for Social Research”.
(Εσείς που νομίζατε ότι θα σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της Λάρισσας;)
Από 1982 εργαζόμενο(;) σε αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά. Σήμερα αρθρογραφούντα στην εφημερίδα «Καθημερινή».
Μέλος της «΄Eνωσης Συντακτών Hμερησίων Eφημερίδων Aθηνών» (EΣHEA), του Oικονομικού Eπιμελητηρίου Eλλάδος, της Eλληνικής Eταιρείας Oικονομολόγων, του Electronic Frontier Foundation (EFF), και της «American Association for the Advancement of Science».
(Εσείς νομίζατε ότι δε θα ήταν μέλος της AMERICAN ASSOCIATION;)

Χαιρετούμε τον εμπνευστή της «συλλογικής ιδιοκτησίας της γνώσης», (!) τον βαθυστόχαστοι αναλυτή του «δομικού στοιχείου κάθε ζώντος συστήματος», τον χαριτοσυνεντευξιαζόμενο μετά της «Λολίτας» γίγαντα της σκέψης, τον υπέρμαχο της Φιλευλεύθερης Συμμαχίας που δεν έχει καμία σχέση με το Ουράνιο Τόξο, τα Σκόπια και τον Τζορτζ Σόρος…
Χαιρετούμε τον «Πάσχοντα» Μανδραβέλη, υπέρλαμπρο άστρο της Θεωρίας του «ιστορικού ενταφιασμού» και τους ομοϊδεάτες του Παναγιωτόπουλο, Λιάκο, Λούκο, Νικολακόπουλο, Πεσματζόγλου, Ρεπούση, Κουλούρη καθώς και τα κραυγάζοντα δημοσιογραφικά απομεινάρια του Ιού της Ελευθεροτυπίας και των άλλων «εκσυγχρονιστικών αμερικανοϊσραηλινών φυλλάδων» τύπου Καθημερινής.
Χαιρετούμε τον ιστορικά ημίαιμο «Καθημερινό» ινστρούχτορα της Νεοταξικής κουλτούρας μια και αναρωτιέται «πως και τι» περί του«ολοκαυτώματος» (όχι, βεβαίως, του Εβραϊκού) αλλά του Ποντιακού, και των «γενοκτονιών» επί το γενικότερο και απαντούμε στο ερώτημα αν και γνωρίζουμε ότι ο «Πάσχων» Μανδραβέλης θα συνεχίζει να μεταφέρει, προσβάλλοντας βάναυσα ιστορία και δημοσιογραφία , μόνο όσα του υπαγορεύονται…

ΤΙ ΕΝΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΟΡΟ «ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ»
Η γενοκτονία ως όρος διαμορφώθηκε κυρίως στη δίκη της Νυρεμβέργης το 1945, όπου δικάστηκε η ηγεσία των ναζιστών εγκληματιών του πολέμου. Συγκεκριμένα ο όρος σημαίνει τη μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας. Πρόκειται για ένα πρωτογενές έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με πολεμικές συγκρούσεις. Ο γενοκτόνος δεν εξοντώνει μια ομάδα για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι που είναι. Στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου, επειδή ήταν Έλληνες και Χριστιανοί.
Αποτελεί το βαρύτερο έγκλημα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, για το οποίο μάλιστα δεν υπάρχει παραγραφή.Η διεθνής κοινότητα αναγνώρισε άμεσα ή έμμεσα τις άλλες δύο γενοκτονίες του αιώνα μας, των Εβραίων και Αρμενίων. Η γενοκτονία των Ποντίων έχει τις ίδιες ηθικές αναλογίες με αυτές των Εβραίων και των Αρμενίων, δυστυχώς όμως αποτελεί τη λιγότερο μνημονευόμενη και περισσότερο λησμονημένη από τους εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς.

ΠΩΣ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΔΙΑΠΡΑΧΤΗΚΕ Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ;
Ο Ποντιακός Ελληνισμός, από την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας (1461) γνώρισε συνεχείς διωγμούς, σφαγές, ξεριζωμούς και προσπάθειες για το βίαιο εξισλαμισμό και εκτουρκισμό του, με αποκορύφωμα τη συστηματική και μεθοδευμένη εξόντωση–γενοκτονία του αιώνα μας.
Επτά χρόνια μετά την άλωση της Πόλης, οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Τραπεζούντα. Η οθωμανική κατάκτηση του μικρασιατικού Πόντου μπορεί να διαριθεί σε τρεις περιόδους.
Η πρώτη αρχίζει με την άλωση της Τραπεζούντας το 1461 και λήγει στα μέσα του 17ου αιώνα. Την περίοδο αυτή οι Τούρκοι κρατούν μάλλον ουδέτερη στάση κατά των Ελλήνων του Πόντου.
Η δεύτερη αρχίζει στα μέσα του 17ου αιώνα και λήγει με το τέλος του πρώτου ρωσοτουρκικού πολέμου. Χαρακτηρίζεται με τη θρησκευτική βία κατά των χριστιανικών πληθυσμών. Κατά την περίοδο αυτή πραγματοποιούνται οι ομαδικοί εξισλαμισμοί των ελληνικών πληθυσμών.
Η τελευταία περίοδος, που τελειώνει το 1922 υποδιαιρείται σε δύο υποπεριόδους. Η πρώτη αρχίζει με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, το 1774. Χαρακτηρίζεται από τη συστηματική προσπάθεια των τοπικών αρχών να μην εφαρμόζουν προς όφελος των χριστιανώντους φιλελεύθερους νόμους. H δεύτερη υποπερίοδος αρχίζει το 1908 και χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη του τουρκικού εθνικισμού.

Η ΝΕΟΤΟΥΡΚΟΙ ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΕΞΟΝΤΩΣΗ
Από τους βαλκανικούς πολέμους και από τους επίσημους συμβούλους, των Γερμανών, οι Νεότουρκοι διδάχθηκαν ότι μονάχα με την εξαφάνιση των Ελλήνων και Αρμενίων θα έκαναν πατρίδα τους τη Μικρά Ασία. Οι διάφορες μορφές βίας δεν αρκούσαν για να φέρουν τον εκτουρκισμό.
Η απόφαση για την εξόντωσή τους πάρθηκε από τους Νεότουρκους το 1911, εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και ολοκληρώθηκε από το Μούσταφα Κεμάλ (1919 – 1923).
Το Νεοτουρκικό Κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος» ιδρύθηκε το 1889. Στο συνέδριο τους, που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1911 πάρθηκε η απόφαση, ότι η Μικρά Ασία πρέπει να γίνει μωαμεθανική χώρα. Η απόφαση αυτή καταδίκασε σε θάνατο διάφορες εθνότητες.
Οι Τούρκοι στον Πόντο άρχισαν με την επιστράτευση όλων από 15 έως 45 ετών και την αποστολή τους σε Τάγματα Εργασίας. Παράλληλα αμφισβήτησαν το δικαίωμα των Ελλήνων να ασκούν ελεύθερα τα επαγγέλματά τους και επί πλέον απαγόρευσαν τους μουσουλμάνους να εργάζονται επαγγελματικά με τους Έλληνες με την ποινή της τιμωρίας από τις στρατιωτικές Αρχές. Κατ΄ αρχάς οι άτακτες ορδές των Τούρκων επιτίθονταν στα απομονωμένα ελληνικά χωριά κλέβοντας, φονεύοντας, αρπάζοντας νέα κορίτσια, κακοποιώντας και καίγοντάς τα.
Οργανωμένες επιθέσεις Οι Τούρκοι χωρίς προσχήματα πια περνούν στην επίθεση. Από κάθε γωνιά του Πόντου και της Μικράς Ασίας έρχονται καταγγελίες. Οι σποραδικές δολοφονίες αρχίζουν να αυξάνονται. Χωρικοί, που πήγαιναν να δουλέψουν στα χωράφια τους, βρίσκονταν καθημερινά δολοφονημένοι.
Οι διωγμοί εκδηλώθηκαν αρχικά με τη μορφή σποραδικών κρουσμάτων βίας, καταστροφών, απελάσεων και εκτοπισμών. Φαίνονταν σαν να προέρχονταν από ανεύθυνα κυρίως στοιχεία. Πολύ γρήγορα όμως έγιναν συστηματικοί, πιο οργανωμένοι και εκτεταμένοι και στρέφονταν τόσο κατά των Ελλήνων όσο και κατά των Αρμενίων. Εμπνευστής και εγκέφαλος αυτής της επιχείρησης της γενοκτονίας ήταν ο Μεχμέτ Ταλαάτ, υπουργός των Εσωτερικών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Με δικές του εντολές, που καλούσαν τις αρχές να μη δείχνουν κανένα έλεος και για τoυς χριστιανούς, εξαπολύθηκαν οι διωγμοί κατά των «ανεπιθύμητων» εθνοτήτων σε μια τεράστια έκταση.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγκάστηκε, σε ένδειξη πένθους, να κλείσει στις 15 Μαϊου 1914 όλες τις εκκλησίες και τα σχολεία και να καταγγείλει στις Μεγάλες Δυνάμεις τους νέους διωγμούς. Δεν κατάφερε όμως τίποτε γιατί κηρύχθηκε στο μεταξύ ο Α΄ Παγόσμιος πόλεμος, στον οποίο η Τουρκία έλαβε μέρος ως σύμμαχος της Γερμανίας, έχοντας πια την ευχέρεια να εφαρμόσει πλήρως το παλιότερο σχέδιο της εξόντωσης των χριστιανών.

ΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής ανάγκασε χιλιάδες Έλληνες των παραλίων της Μικρασίας να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους και να μετοικήσουν με πολυήμερες εξοντωτικές πορείες.
Σύμφωνα με μια έκθεση της Ελληνικής Πρεσβείας, με ημερομηνία τον Ιούνιο του 1915 είναι γραμμένα τα εξής: «Οι εκτοπιζόμενοι από τα χωριά τους δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν μαζί τους ούτε τα απολύτως αναγκαία. Γυμνοί και ξυπόλητοι, χωρίς τροφή και νερό, δερόμενοι και υβριζόμενοι, όσοι δεν εφονεύοντο οδηγούντο στα όρη από τους δημίους τους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς πέθαιναν κατά την πορεία από τα βασανιστήρια. Το τέρμα του ταξιδιού δεν σήμαινε και τέρμα των δεινών τους, γιατί οι βάρβαροι κάτοικοι των χωριών, τους παρελάμβαναν για να τους καταφέρουν το τελειωτικό πλήγμα …»
Σκοπός των Τούρκων ήταν, με τους εκτοπισμούς, τις πυρπολίσεις των χωριών, τις λεηλασίες, να επιτύχουν την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών και να καταφέρουν ευκολότερα των εκτουρκισμό εκείνων που θα απέμεναν.
Το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ήττα της Τουρκίας από τις δυνάμεις της Αντάντ και το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου έφερε μια προσωρινή ανάπαυλα στο απάνθρωπο σχέδιο των Νεότουρκων. Η νέα τουρκική κυβέρνηση υποχρεώνεται από τις νικήτριες δυνάμεις να δώσει άδειες επιστροφής στους λίγους εξόριστους που είχαν απομείνει.
Το τελικό πλήγμα. Το 1919 αρχίζει νέος διωγμός κατά των Ελλήνων από το κεμαλικό καθεστώς, πολύ πιο άγριος κι απάνθρωπος από τους προηγούμενους. Εκείνος ο διωγμός υπήρξε η χαριστική βολή για τον ποντιακό ελληνισμό.
Στις 19 Μαϊου, με την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα, αρχίζει η δεύτερη και σκληρότερη φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας. Με τη βοήθεια μελών του Νεοτουρκικού Κομιτάτου συγκροτεί μυστική οργάνωση, τη Mutafai Milliye, κηρύσσει το μίσος εναντίον των Ελλήνων και σχεδιάζει την ολοκλήρωση της εξόντωσης του ποντιακού ελληνισμού. Αυτό που δεν πέτυχε το σουλτανικό καθεστώς στους πέντε αιώνες της τυραννικής διοίκησής του, το πέτυχε μέσα σε λίγα χρόνια ο Κεμάλ, εξόντωσε τον ελληνισμό του Πόντου και της Ιωνίας.
Η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί, οι δολοφονίες ανάγκασαν τους Έλληνες του Πόντου να ανέβουν στα βουνά οργανώνοντας αντάρτικο για την προστασία του αμάχου πληθυσμού. Τα θύματα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχε το επικό και ακατάβλητο ποντιακό αντάρτικο.

Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΕΜΑΛ
Με την επικράτηση του Κεμάλ, οι διωγμοί συνεχίζονται με μεγαλύτερη ένταση. Στήνονται στις πόλεις του Πόντου τα διαβόητα έκτακτα δικαστήρια ανεξαρτησίας, που καταδικάζουν και εκτελούν την ηγεσία του ποντιακού ελληνισμού. Το τέλος του Πόντου πλησιάζει. Οι φωνές λιγοστεύουν.
Ελληνικός λαός – Προσφυγικός λαός … Τον επίλογο της τραγικής ποντιακής γενοκτονίας αποτελεί ο βίαιος ξεριζωμός των επιζώντων μετά τη νίκη της Τουρκίας. Με τη συνθήκη της ανταλλαγής των πληθυσμών έρχονται στην Ελλάδα και τα τελευταία ζωντανά υπολείμματα. Οι ξεριζωθέντες εγκαταλείπουν την πατρώα γη και όλα τα υπάρχοντά τους. Παίρνουν μαζί τους ιερά κειμήλια και λίγο χώμα από τη γη του Πόντου. Αφήνουν πίσω τη Μαύρη Θάλασσα και μπαίνουν στην Άσπρη Θάλασσα. Φτάνουν στην Ελλάδα.
Η προσφορά των Ελλήνων του Πόντου στο ελληνικό κράτος. Πάμφτωχοι, έχοντας αφήσει πίσω τους περιουσίες και πλούτη, έφτασαν ταλαιπωρημένοι από τις διώξεις, με το φόβο ακόμη ζωντανό μέσα τους, κι εγκαταστάθηκαν δίχως να χάσουν το θάρρος τους, εδώ κι εκεί στη νέα ελληνική πατρίδα. Σκόρπισαν σε χωριά και πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης, στους συνοικισμούς της πρωτεύουσας και σε άλλες περιοχές, με μοναδικό εφόδιο την αυτοπεποίθηση, την αισιοδοξία, την αγάπη στη γη και τα γράμματα ή τις τέχνες.
Αλλά και με την τραγική θέση της η Ιωνία ήλθε να διαδραματίσει τον εθνικό της ρόλο. Μοναδική αλλά και μεγάλη παρηγοριά ότι οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες, οι αιώνιοι Ακρίτες, θωράκισαν τη Μακεδονία και τη Θράκη. Περισσότεροι από 700.000 πρόσφυγες από τη Μικρασία και τον Πόντο εγκαταστάθηκαν στη βόρεια Ελλάδα. Οι Ίωνες, με μια πλούσια πολιτισμική και εθνική παράδοση, συνέβαλαν στην επιβεβαίωση της εθνικής ταυτότητας.

Η Γαλλία και η «ποινικοποίηση της άρνησης».Εγκρίθηκε από την Γαλλική εθνοσυνέλευση η πρόταση νόμου για την ποινικοποίηση της άρνησης της γενοκτονίας των Αρμενίων από τους Τούρκους. Πέντε χρόνια μετά από την αναγνώριση της αρμενικής γενοκτονίας η πρόταση νόμου έρχεται να πλαισιώσει την θεσμική κατοχύρωση του θλιβερού ιστορικού γεγονότος. Η γενοκτονία των Αρμενίων από τους Νεότουρκους είναι ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός για το γαλλικό κράτος…

Αλλά εδώ αξιοθρήνητε mister Mandravelis είναι, βλέπεις, Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε… Είθε να βρεθεί κάποιος να σε λυπηθεί!

ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ

$
0
0
ΑΜΙΣΟΣ
Η σημερινή Σαμψούντα της Τουρκίας, πόλη του δυτικού Πόντου, στα παράλια της Μαύρης θάλασσας. Αλλά και η λέξη Σαμψούντα έχει τη ρίζα της από την Αμισό:
εις Αμισόν - σ’Αμισόν - σ’Αμσόν - Σαμψούν
Η Αμισός τον 19ον αιώνα είχε περί τις 1000 οικογένειες. Απ’ αυτές 500 οικογένειες ήσαν Ελληνικές και 150 Αρμενικές. Είχε δυο Ελληνικές συνοικίες. Η πρώτη συνοικία ονομαζόταν συνοικία Καδίκιογλου και είχε 350 σπίτια. Είχε δυο εκκλησίες και δυο σχολεία. Το ένα σχολείο ήταν καθαρά Ελληνικό και το άλλο ήταν αλληλοδιδακτικό. Η δεύτερη συνοικία είχε 150 οικογένειες, με ένα Ελληνικό σχολείο και ένα αλληλοδιδακτικό, ως επίσης και ένα Παρθεναγωγείο. Η γύρω επαρχεία είχε περί τους 8000 κατοίκους, από τους οποίους ήσαν 2000 Έλληνες Τουρκόφωνοι.
Υπήρχαν, επίσης και τα παρακάτω κοινωνικά ιδρύματα: Η Φιλόπτωχος Αδελφότης (Ορθοδοξία ), η Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών, ο Πανευξείνειος Ελληνικός Σύλλογος (Αναγέννησις ), ο Μουσικός Σύλλογος (Ορφεύς ), η Ελληνική Εμπορική Λέσχη, η Αδελφότης (Πατριάρχης Φώτιος ο Ομολογητής ), ο Πολιτικός Σύλλογος (Περικλής ), ο Σύλλογος των Οινοέων, ο Σύλλογος των Σινωπέων και το Σωματείων των καπνεργατών. Στην Αμισό εκδιδόταν και η εφημερίδα (Φως ), στην αρχή εβδομαδιαία και έπειτα δυο φορές τη βδομάδα.
Ήταν αποικία των Μιλησίων και έπειτα των Αθηναίων, οι οποίοι της έδωσαν το όνομα Πειραιάς . Είχε πλήθος ερειπίων. Ο ναός του Αγίου Θεοδώρου έγινε τζαμί. Η Αμισός ήταν έδρα διοικητού, υπό την γενική διοίκηση Τραπεζούντας. Μετά το 1914 άρχισε η ραγδαία ελάττωση και ο πλήρης εξαφανισμός του ελληνικού και Αρμενικού πληθυσμού της Αμισού, εξαιτίας των διωγμών και της γνωστής οργανωμένης γενοκτονίας, που άρχισαν με τον πρώτο μεγάλο πόλεμο και τέλειωσαν με τη σύμβαση της ανταλλαγής, Γενάρη του 1923. Όσοι από τους 20000 Έλληνες κατόρθωσαν να επιζήσουν, είτε σε εξορίες και φυλακές, είτε στην πόλη (ελάχιστα γυναικόπαιδα και γέροι), με την ανταλλαγή ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη και σε άλλα μέρη.


ΑΜΑΣΕΙΑ
Πόλη του δυτικού Πόντου κάπου 130 χιλιόμετρα στα νότια της Αμισού (Σαμψούντας). Περιβάλλεται από απόκρημνα όρη και διασχίζεται από τον ποταμό Ίρη. Στις πλαγιές του βουνού που ορθώνεται στα βόρεια της πόλης, σώζονται, μέχρι και σήμερα, οι λαξευτοί τάφοι των βασιλιάδων που προκαλούν το ενδιαφέρον και την περιέργεια των επισκεπτών. Η πόλη επικοινωνούσε με δύο γέφυρες, οι οποίες έγιναν αργότερα πέντε, αρκετά μοντέρνας κατασκευής.
Οι κάτοικοι της Αμάσειας ήταν περίπου 14000 χιλιάδες, πολύ τραχείς και κατά πλειοψηφία Τούρκοι. Υπήρχαν περίπου 600 οικογένειες Αρμενίων και 100 οικογένειες Ελλήνων τουρκόφωνων.
Πατρίδα του γεωγράφου Στράβωνα και γνωστή από τα αρχαία χρόνια η Αμάσεια υπήρξε, στην ελληνιστική περίοδο, πρωτεύουσα του βασιλείου των Μιθριδατών, στη ρωμαϊκή, πρωτεύουσα ομώνυμης ρωμαϊκής επαρχίας και στα βυζαντινά χρόνια, έδρα μητροπολιτικής περιφέρειας. Ιδιαίτερα όμως η πόλη αυτή μας είναι γνωστή για τα φριχτά (δικαστήρια ανεξαρτησίας) του Κεμάλ Ατατουρκ και τις εξοντωτικές φυλακές που στήθηκαν και χτίστηκαν εκεί ειδικά για την εξόντωση του ελληνικού στοιχείου. Από το Γενάρη του 1921 μέχρι την ανταλλαγή (1923) πέρασαν από τις υγρές φυλακές της Αμάσειας όλοι οι Έλληνες που διακρίνονταν στο εμπόριο, στον πλούτο, στις επιστήμες, στη κοινωνική ζωή και προέρχονταν απ’ όλες τις περιοχές του Πόντου. Το Σεπτέμβρη του 1921 καταδικάστηκαν με σύντομη και συνοπτική διαδικασία, και εκτελέστηκαν (δι’ αγχόνης) στο κέντρο της πόλης: οι Έλληνες καθηγητές και μαθητές του ελληνοαμερικανικού κολεγίου Μερζουφούντα, 52 χωρικοί από την Κάβζα, και υπόδικοι από Τοκάτ, Φάτσα, Τσορούμ, Αμισό, Πάφρα και αλλού. Συνολικά καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν γύρω στα 180 άτομα.


ΚΕΡΑΣΟΥΝΤΑ
Αρχαιότατη ελληνική πόλη, που ιδρύθηκε το Ζ΄ αι. π.χ., σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Ξενοφών στο έργο του (Κύρου Ανάβασης), από τους Σινωπείς. Το όνομά της το οφείλει στο σχήμα δύο κεράτων τα οποία σχηματίζει ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή στα δάση των Κερασιών, που αφθονούν στην περιοχή της. Σήμερα η πόλη αποκαλείται από τους Τούρκους Κιρεσόν. Λέγετε ότι, τους χρόνους της ρωμαϊκής κατάκτησης, ο Λούκουλλος μετέφερε από την πόλη το δέντρο κερασιά στην Ιταλία, όπου δεν υπήρχε προηγουμένως. Στα χρόνια των Μεγάλων Κομνηνών, η Κερασούντα είναι η δεύτερη σε σημασία πόλη της αυτοκρατορίας τους. Πιθανολογείτε ότι κυριεύτηκε από τους Τούρκους εφτά χρόνια μετά την Τραπεζούντα, το 1468, αλλά αυτό δεν είναι βέβαιο.
Κατά την απογραφή του 1913, η Κερασούντα είχε 30000 κατοίκους, από τους οποίους οι Έλληνες ήταν 17000, 3500 οικογένειες, περίπου, οι Αρμένιοι 3000, οι Τούρκοι 7000 και οι διάφορων άλλων εθνικοτήτων 3000.
Το 1915, στις αρχές του μήνα Μαίου, οι Τούρκοι έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιό τους για τον αποδεκατισμό των Αρμενίων. Τα δεινοπαθήματα των Ελλήνων άρχισαν το 1919, με τη σύλληψη 80 προκρίτων και εξεχόντων μελών της ελληνικής κοινωνίας της Κερασούντος. Την εντολή για τη σύλληψή τους έδωσε ο Τοπάλ Οσμάν, ο σφαγιαστής των Κερασουντίων.
Οι Έλληνες αποτελούσαν πάντοτε την πλειοψηφία των κατοίκων της Κερασούντος. Οι συνοικίες, όπου ζούσαν, ήταν:
* Η συνοικία Κόκκαρη, στον ανατολικό τομέα της πόλης. Εδώ βρισκόταν η μεγαλύτερη εκκλησία της πόλης, ο Άγιος Νικόλαος.
* Η συνοικία Σάιτας. Σ’ αυτήν βρισκόταν ο ναός της Αγίας τριάδας, η μικρότερη εκκλησία της Κερασούντος που ήταν παράλληλα και η εκκλησία του χριστιανικού νεκροταφείου.
* Η συνοικία Λιμένη, στο δυτικό τομέα της πόλης, όπου υπήρχε ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.
* Η συνοικία Τσιναρλάρ, αμιγώς ελληνική.
* Η συνοικία Μπεγιούκ Παχτσέ, με οικογένειες ελληνικές και τούρκικες.
* Η συνοικία Τσιρόνη, στην παραλία της πόλης, κατοικούμενη αποκλειστικά από Έλληνες.
* Η συνοικία Γενί Γκιολ, με πληθυσμό μεικτό (Έλληνες και Τούρκους).
* Η συνοικία Υψηλόν, αμιγώς ελληνική, στο ανατολικό τμήμα της πόλης.
* Η συνοικία Φανάρι, στο δυτικό τμήμα της πόλης, αμιγώς ελληνική.


ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ
Πόλη του ν. Τραπεζούντας και έδρα της επαρχίας Χαλδίας, κάπου 100 χιλ. νότια της Τραπεζούντας. Λεγόταν και Κιουμουσχανέ, σαν τόπος αργύρου, για τα πλούσια μεταλλεία αργύρου που είχε άλλοτε η πόλη και όλη η περιοχή. Η πόλη λεγόταν επίσης Καν και ο κάτοικος Κανέτες-Κανέτσα.
Οι πρώτοι κάτοικοι της Αργυρούπολης εγκαταστάθηκαν εκεί αμέσως μετά την άλωση της Τραπεζούντας και γρήγορα έγινε κέντρο μεταλλωρύχων. Πρώτος ο σουλτάνος Μουράτ ο Γ΄ , ο σύζυγος της Ποντίας Γκιούλ-Μπαχάρ από τη Λιβερά, έδωσε πολλά προνόμια στους αρχιμεταλλουργούς και η πόλη είχε αναπτυχθεί σε κέντρο ελληνισμού. Είχε τότε 60000 κατοίκους, το εμπόριο και οι τέχνες προόδεψαν και η Αργυρούπολη και όλη η Χαλδία βρισκόταν σε ακμή. Δείγμα της ανάπτυξης ήταν και η κοπή νομισμάτων με το όνομα Κιουμουσχανέ. Εκεί αναπτύχθηκε άριστα και η χρυσοχοία, η αγιογραφία και άλλες τέχνες. Βέβαια τον πλούτο και την ευμάρεια ακολούθησε η πνευματική ανάπτυξη. Είχε αλληλοδιδακτικό Σχολείο και Ελληνική Σχολή.
Δυστυχώς μετά την ακμή ακολουθεί και η παρακμή. Έλειψαν τα τεχνικά μέσα εκμετάλλευσης των μεταλλείων, ανακαλύφθηκαν νέα πλούσια μεταλλεία στο Ακ-Δαγ-Ματέν και στην Άργονη και επακολούθησε μεγάλη μετοίκιση μεταλλουργών Αργυρουπολιτών στα νέα μεταλλεία.
Μετά τα τραγικά γεγονότα του 1914-1922 λίγοι Αργυρουπολίτες κατέφυγαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Μακεδονία. Ένα μέρος αυτών εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Νάουσα όπου μετέφεραν και πολλά κειμήλια των ιερών ναών της Αργυρούπολης αλλά και την πολύτιμη βιβλιοθήκη του φροντιστηρίου, με σπάνια χειρόγραφα και βιβλία. Σήμερα λειτουργεί άριστα αυτή η βιβλιοθήκη και αποτελεί κόσμημα για την πόλη της Νάουσας.


ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ
Η ωραιότερη πόλη του Πόντου, η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας των Κομνηνών, το τελευταίο καταφύγιο του Ελληνισμού. Η Τραπεζούντα ιδρύθηκε το 756 π.χ. για πρώτη φορά από Ίωνες αποίκους. Έζησε δόξες, καταστροφές, τιμές και θυσίες, αλλά έμεινε και στάθηκε Ελληνική επί 2678 χρόνια μέχρι το 1922 όταν και αναγκάστηκε ο Ελληνισμός της να καταφύγει στην Ελλάδα. Την πόλη την στάλισαν όλοι και όλες οι εποχές με διαφορετικά κτίσματα.
Η Τραπεζούντα στην παρακμή της, τον 19ο αιώνα είχε μόνο 4200 οικογένειες. 1200 οικογένειες ήταν Ελληνικές, 500 Αρμενικές και 180 αρμενοκαθολικές, 20 διαμαρτυρόμενες, 2100 Περσικές, Ευρωπαικές και Οθωμανικές. Μαζί με τα προάστιά της είχε περίπου 31000 κατοίκους, δηλαδή 6500 οικογένειες. Είχε 4 αλληλοδιδακτικά σχολεία Δημόσια, δύο Παρθεναγωγία, την Ελληνική Σχολή (Φροντιστήριο) και άλλα ιδιωτικά Σχολεία. Αρχές του 20ού αιώνα υπήρχαν 700 μαθητές στα αλληλοδιδακτικά, 250 στο Παρθεναγωγείο, 220 στο Φροντιστήριο και 150 στα ιδιωτικά. Δηλαδή αρχές του 20ού αιώνα τπήρζαν 1250 σπουδαστές στην Τραπεζούντα. Η διοίκηση των σχολείων γινόταν από το ανώτατο Συμβούλιο. Το Συμβούλιο άλλαζε κάθε δύο χρόνια και είχε ένα πρόεδρο και Εφορεία με τρία μέλη. Η ανώτερη Ελληνική κοινωνία της Τραπεζούντας φρόντιζε πάρα πολύ για τα Σχολεία, τις εκκλησίες και γενικά την κοινωνική ζωή. Ο Ελληνισμός συντηρούσε την α) Φιλόπτωχο Αδελφότητα, και β) Αδελφώτητα Κυριών η Μέριμνα, η οποία σπούδαζε με έξοδά της άπορα παιδιά και ένα σπουδαστή στην Θεολογική Σχολή. Ιδιαίτερη κίνηση έδινε η Λέσχη με τις διαλέξεις που γίνοταν εκεί. Ο Σύλλογος (Πρόνια), στην Κωνσταντινούπολη ενίσχυε τα Σχολεία της Τραπεζούντας. Από δημόσια υγεία η Τραπεζούντα ήταν σε καλή κατάσταση, χάρη στα 15 λουτρά που διέθετε. Ιδιαίτερη αξία για την Τραπεζούντα και ολόκληρο τον Πόντο έχει το όνομα του Φροντιστηρίου, η Σχολή από την οποία έβγαιναν οι δάσκαλοι του Πόντου. Το Φροντιστήριο στεγαζόταν σε ένα πολύ μεγάλο κτίριο με τρία πατώματα. Η ίδρυδή του, χάνεται μέσα στα σκοτεινά χρόνια της Τουρκοκρατίας. Βγήκε ακριβώς μέσα από το σκοτάδι για να γίνει ο φάρος του απομακρισμένου Ελληνισμού. Γνωστό είναι ότι στην εποχή του Γεωργίου Υπομενά, είχε η Σχολή το ίδιο όνομα. Κατ’ άλλους ιδρύθηκε η Σχολή το 1682 από τον Τραπεζούντιο δάσκαλο Σεβαστό Κιμινήτη.
Η βιβλιοθήκη είχε βιβλία του Γεωργίου Υπομενά, Σκίβα, Σεβαστού ως επίσης και χειρόγραφα εκκλησιαστικών κανόνων του Βαλσαμώνος. Η αξία των χειρογράφων ήταν πολύ μεγάλη λόγω της αρχαίας γραφής. Είχε ακόμα Ευαγγέλια, εκκλησιαστικά βιβλία και νεώτερα χειρόγραφα, του Σεβαστού Κυμινήτου, Ηλία Κανδύλη και άλλα. Όλες τις εποχές έβγαιναν από την Σχολή νέοι που ευδοκιμούσαν στο εμπόριο, τα γράμματα και την εκκλησία.


ΣΑΝΤΑ
Η Σάντα ήταν στην αρχαιότητα γνωστή ως Σίνται. Βρίσκεται σε απόσταση 10 ωρών (με τα πόδια) ΝΑ της Τραπεζούντας.Ήταν μια ομάδα από 7 χωριά Ελληνικά.
* Πιστοφάντων 300 σπίτια
* Τσακαλάντων 53 σπίτια
* Ισχανάντων 260 σπίτια
* Τερζάντων 200 σπίτια
* Πινατάντων 60 σπίτια
* Κοζλαράντων 60 σπίτια
* Ζουρνατσάντων 120 σπίτια
Οι κάτοικοι ήταν ψηλοί, τολμηροί μα ωραίες φυσιογνωμίες. Η μορφωτική και εκπαιδευτική κίνηση αυξήθηκε πάρα πολύ μετά το 1900 και κατάντησε σε ένα είδος ευγενούς συναγονισμού ανάμεσα στα διάφορα χωριά.
Προσπαθούσαν να πάρουν τους καλύτερους απόφοιτους του Φροντιστηρίου. Οι ενορίες Ισχανάντων και Πιστοφάντων είχαν 3 – 4 δασκάλους. Το 1905 – 06 από τους 121 μαθητές της Α΄ Γυμνασίου ήταν 21 Σανταίοι (στην Τραπεζούντα). Έγινε μεγάλη κίνηση με διαλέξεις και θέατρα. Υπήρχε και αναγνωστήριο (η Μελέτη), η οποία έγινε το 1908.
Σήμερα, σ’ όλη αυτή την έκταση κατηκούν μόνο 150 Τούρκοι, κι αυτοί ήρθαν από αλλού. Όσο για τις εκκλησίες σχεδόν όλες είναι ερειπωμένες ή μισοερειπωμένες. Μόνο το παρεκκλήσι της Αγ. Κυριακής, μεταξύ Πιστοφάντων και Ζουρνατσάντων, διατηρείται, και τούτο, γιατί έγινε τζαμί.


ΝΙΚΟΠΟΛIΣ
Η Νικόπολη ήταν έδρα του υποδιοικητού υπό την διοίκηση της Σεβάστειας. Εδά είχε την έδρα του και ο Μητροπολίτης Νεοκαισάρειας. Είχε περίπου 1600 οικογένειες. Από αυτές 500 οικογένειες ήταν Αρμενικές και 100 οικογένειες Ελλήνων Τουρκόφωνων. Η περιοχή είχε όμως πολλά Ελληνόφωνα χωριά. Οι Αρμένιοι είχαν καλές εκκλησίες και Σχολεία.


ΙΜΕΡΑ
Η Ίμερα ήταν χτισμένη σ’ ένα μαγικό και ειδυλλιακό τοπίο, με 2000 μ. περίπου υψόμετρο και υγιεινότατο κλίμα. Τα βουνά της γειτονεύουν με την βουνοσειρά Θήχη, απ’ όπου οι μύριοι του Ξενοφώντα, αντικρίζοντας τη θάλασσα της Τραπεζούντας, φώναξαν (θάλαττα, θάλαττα). Στα πολύ παλιά χρόνια η γύρω περιοχή ήταν κατάφυτη από πυκνά δάση και οργιώδη βλάστηση.
Ογδόντα περίπου χιλιόμετρα την χωρίζουν από την Τραπεζούντα και τριάντα από την Αργυρούπολη. Η γλώσσα της Ίμερας όπως και της Κρώμνης ήταν η πιο καθαρή αρχαιοπρεπής διάλεκτος του Πόντου. Οι κάτοικοί της ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Ο πληθυσμός της έφτανε τις 500 οικογένειες, προτού οι κάτοικοί της αρχίσουν να μεταναστεύουν στη Ρωσία. Πριν από τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο είχε περίπου 300 οικογένειες, που περιορίστηκαν όμως σε 120 μόνο, κατά την περίοδο του ξεριζωμού. Στα μέσα του 19ου αιώνα είχε γύρω στους 750 κατοίκους από τους οποίους οι 690 ήταν χριστιανοί Έλληνες, 50 κρυπτοχριστιανοί και 10 μουσουλμάνοι. Η Ίμερα είχε πλήρες τετρατάξιο δημοτικό ελληνικό σχολείο.
Πολλές τοποθεσίες είχαν η καθεμιά δικό της χαρακτηριστικό όνομα: Το Γουρνόπον, το Σκυλοφούρκ, το Τσεφόπον, το Γαζοκόλ, το Βαθύν τ’ Ορμίν, το Τραπεζόλιθον, το Ζούμωτρον, το Λευκέν, το Λιμνίν, ο Καστρόλιθον, η Αερεμίτσα, τη Ποπά τα Ραχία, τη Καμελή, τα Πεγαδόπα, κ.α. Πάνω από την Ίμερα, υπήρχε μοναστήρι γυναικών, του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου με 15 καλογριές.
Ενορίες:
Στο κέντρο του χωριού ήταν η ενορία Ζιτράντων, με καθεδρικό Ναό την Κοίμηση της Θεοτόκου. Στα Κάτω Ίμερα ήταν η ενορία Καθημερετίων, με εκκλησία τον Άγιο Γεώργιο. Στα Άνω Ίμερα ήσαν οι ενορίες Τσακαλινάντων και Χαλτογιαννάντων, με εκκλησία τον Άγιο Δημήτριο. Οι ενορίες Ζουβακάντων και Γιαννάντων είχαν εκκλησίες τον Άγιο Βασίλειο και τον Άγιο Γεώργιο. Η ενορία Θωμάντων, που απείχε από το κέντρο του χωριού, νότια, περίπου 45’ λεπτά, είχε εκκλησία τον Άγιο Κωνσταντίνο.
Αμφίεση:
Η καθαριότητα ήταν εμφανής και στο ρουχισμό, είτε στα παλιά χρόνια που φορούσαν τσαρούχια, παντελόνι από τσόχα, ζουπούναν, κοντές (κοντή εσθήτα), φοτάν, καμίς, πιστιαμπάλ (ποδιά), σπαλέρ γουτνίν (προστήθιο μεταξωτό), ζωνάρ, είτε όταν εξευρωπαίστηκε η φορεσιά.
Παρχάρια:
Τα σπουδαιότερα παρχάρια της Ίμερς ήσαν το Ζούμωτρον, το Λευκέν, τα’ Ομάλ’, τα Μουζενίτκα, τα Κωλονάτκα και τα Βάζια.
Οι Ιμεραίοι, μετά την καταστροφή, εγκαταστάθηκαν στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης 75 οικ., στη Νεάπολη Κοζάνης 60 οικ., στη Νέα Ίμερα (Σαλτικλή) Ξάνθης 50 οικ., στον Κεχρόκαμπο (Τάροβα) Καβάλας 20 οικ., στην Κορομηλιά (Σλίβενι) Καστοριάς 15 οικ., μέσα στην Θεσσαλονίκη 60 οικ.και στον Πειραιά, την Αθήνα και αλλού.


ΚΡΩΜΝΗ
Κωμόπολη της επαρχίας Χαλδίας στο νομό Τραπεζούντας. Βρίσκεται στο όρος Παρύαρδη, ανατολικά των Ποντικών ορέων, σε απόσταση 16 ωρών (με τα πόδια) στα νότια της Τραπεζούντας και 5 ωρών ΒΑ της Αργυρούπολης. Το υψόμετρο της περιοχής της ανέρχεται σε 2000 μ. Στα βόρεια συνορεύει με το οροπέδιο της Ματσούκας και το χωριό Λαραχανή, ανατολικά με το οροπέδιο της Σάντας, στα νότια με τα χωριά Γήμερα, Λιβάδι, Λυκάστι, και δυτικά με τα χωριά Παρτίν, Βαρενο΄ύ, Μουσάντων, Πουσίον κ.α.
Ο πληθυσμός της Κρώμνης υπολογίζεται ότι, το β’ μισό του 19ου αιώνα, ανέρχεται σε 1000 περίπου οικογένειες, δηλ. κάπου 6000 άτομα, ενώ τις παραμονές της ανταλλαγής κατεβαίνει στις 250.
Ενορίες:
Σιαμανάντων, Μαντζάντων, Φραγκάντων, Γλούβενα, Ζεμπερέκια, Σιαινάντων, Αληθινός, Μόχωρα, Σαράντων, Κωδωνάντων, Ρακάν, Τσαχματάντων, Ρουσταμάντων, Νανάκ και Λωρία.
Είναι αξιοπρόσεχτο ότι η ελληνική (ποντιακή) εξακολουθεί να μιλιέται μέχρι σήμερα, από λίγους βέβαια, γέρους της περιοχής. Να σημειωθεί, ακόμη, ότι οι πολλές εκκλησίες της Κρώμνης δεν έχουν βεβηλωθεί εσκεμμένα και σκόπιμα μετά το 1923, αλλά κατέρρευσαν από έλλειψη, και μόνο, φροντίδας, ενώ προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι σ’ όλη την έκτασή της υπάρχει μόνο ένα τζαμί.


ΜΟΥΖΕΝΑ
Χωριό της περιοχής Αργυρούπολης. Βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της περιφέρειας Μούζενας και κατοικούνταν από περίπου 70 οικογένειες. Το χωριό είχε τους εξής 4 συνοικισμούς: Στεφανάντων με 17 οικ., Λογιζάντων με 15 οικ., Αδαμάντων με 14 οικ., και Γεράντων με 6 οικ.
Η Μούζενα γειτόνευε με το Σταυρίν και την Άνω Ματσούκα και ήταν από τα πιο φτωχά χωριά της περιοχής. Το έδαφός της ήταν άγονο, ανώμαλο και βραχώδες και – το κυριότερο- δεν διέθετε αρκετό νερό, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να είναι αναγκασμένοι να υδρεύονται, με ανοιχτό αυλάκι, από το χωριό Σπενταμόνια. Είχε δημοτικό σχολείο και εκκλησία, του ‘ι- Γιάννη. Όσοι κάτοικοι δεν ξενιτεύονταν ασχολούνταν με την γεωργία.


ΟΙΝΟΗ
Η Οινόη ήταν η ωραιότερη επαρχεία της Τραπεζουντιακής Αυτοκρατορίας. Είχε αρκετά προνόμια και χριστιανό Διοικητή. Τον 18ο αιώνα ήταν διοικητής ο γνωστός Σάββας Πασάς. Είχε 1700 οικογένειες από τις οποίες 800 ήσαν Ελληνικές, οι υπόλοιπες ήσαν Αρμενικές και Τουρκικές οικογένειες. Είχε αλληλοδιδακτικό σχολείο με 300 μαθητές και Ελληνικό με 300 μαθητές. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με το εμπόριο και την γεωργία.


ΠΛΑΤΑΝΑ
Τα Πλάτανα ήταν μικρή κωμόπολη με 300 οικογένειες Ελληνικές. Είχαν καλή οργάνωση με δύο εκκλησίες. Η εκκλησία του Ταξιάρχου, ήταν από την εποχή των Κομνηνών. Η δεύτερη ήταν του 19ου αιώνα. Είχε δύο αλληλοδιδακτικά σχολεία και ένα Ελληνικό. Στα οροπέδιά της έμεναν οι Θοανοί (Τόνιαλι). Αυτοί ήσαν Ελληνικής καταγωγής, αλλά είχαν γίνει Τούρκοι μετά την άλωση. Ήσαν αρκετά βάρβαροι, αλλά με ωραία φυσιογνωμία Ελληνική και χορούς Ελληνικούς. Η γλώσσα τους είχε πλήθος Ελληνικών λέξεων.


ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΚΗ
Η Πουλαντζάκη ίσως να είναι η αρχαία Πολεμωνιάς. Αυτή είχε στην αρχή του 20ου αιώνα 350 οικογένειες μόνο Ελληνικές. Είχε αλληλοδιδακτικό σχολείο και ένα καθαρά Ελληνικό σχολείο και μια μεγαλοπρεπή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Οι κάτοικοι είχαν γίνει με την βία Μωαμεθανοί, αλλά μετά τα Κριμαϊκά έγιναν πάλι χριστιανοί. Για την αλλαγή αυτή βασανίστηκαν πολύ από τους Τούρκους, ώσπου ο Νικόλαος Ταυρόπουλος πήγε στην Τραπεζούντα και με την βοήθεια των Ευρωπαϊκών Προξενείων τους δόθηκε το δικαίωμα να είναι χριστιανοί.


ΣΟΥΡΜΕΝΑ
Τα Σούρμενα ονομάζονται από τον Αρειανό Σουσάρμενα. Ήταν μια σειρά χωριών με 1600 οικογένειες Χριστιανών στα παράλια, ενώ στα βουνά έμεναν άγριοι Μωαμεθανοί. Οι Χριστιανοί των Σουρμένων είχαν σχολεία. Η κύρια ασχολία τους ήταν το εμπόριο.

ΓENOKTONIA ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ Το ολοκαύτωμα που χρίζει διεθνούς αναγνώρισης

$
0
0
 “…Oι Tούρκοι εφόνευσαν όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους της πόλεως Mερζιφούντος, αφού την ελεηλάτησαν και την επυρπόλησαν. Tους προσπαθήσαντας να διασωθούν ετυφέκισαν και εθανάτωσαν καταλαβόντες τας διόδους… Aπηγχόνισαν εν Aμασεία 168 προκρίτους Aμισού και Πάφρας… Eβίασαν όλας ανεξαιρέτως τας γυναίκας, τας παρθένους και τα παιδία των άνω πόλεων, τας ωραιοτέρας δε παρθένους και νέους έκλεισαν εις τα χαρέμια. Πλείστα βρέφη εφόνευσαν, σφενδονίζοντες αυτά κατά των τοίχων…”.

Με αυτές τις εκφράσεις, που η λακωνικότητα τονίζει τις αποτρόπαιες πράξεις,  περιέγραψαν 40 έλληνες διανοούμενοι το έτος 1921 τα όσα συνέβησαν σε ορισμένες μόνο περιοχές του Πόντου, από το καταστροφικό “πέρασμα” των Τούρκων. Η γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού, που αριθμεί περί τους 353 χιλιάδες νεκρούς, αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη γενοκτονία του αιώνα μας. Ναι μεν για τους Τούρκους η έννοια της γενοκτονίας συνεχίζει να είναι άγνωστη, ωστόσο και η Βουλή των Ελλήνων, μόλις τον Φεβρουάριο του 1994 και καταγράφοντας εβδομηκονταετή καθυστέρηση, ανακήρυξε την 19η Μαΐου Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.

ΤΟ ΔΡΑΜΑ
Το σχέδιο των Τούρκων ήταν καλά οργανωμένο. Όπως προκύπτει από τα ιστορικά στοιχεία, σκοπός τους ήταν να δημιουργήσουν περιοχές με αμιγή πληθυσμό θρησκευτικά και φυλετικά. Στην πρώτη περίπτωση, το σχέδιο προέβλεπε την απομάκρυνση όσων είχαν διαφορετική καταγωγή από τους ίδιους ενώ στη δεύτερη απλά τον εξισλαμισμό τους. Και στις δύο περιπτώσεις, θύματα οι Έλληνες που ζούσαν στην περιοχή.
Και δεν ήταν λίγοι.
Στοιχεία που περιέλαβε σε ειδικό αφιέρωμά του το Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων δείχνουν οτι το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 άτομα ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1880, ο αριθμός τους είχε φθάσει στα 330.000 άτομα, κάτοικοι οι περισσότεροι στα αστικά κέντρα της περιοχής. Στις αρχές του 20ου αιώνα σύμφωνα με υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των οθωμανικών αρχών, ο ποντιακός ελληνισμός που ζούσε  στις περιοχές Σινώπης, Αμάσειας, Τραπεζούντας, Σαμψούντας, Λαζικής, Αργυρούπολης, Σεβάστειας, Τοκάτης και Νικόπολης αριθμούσε περίπου 600.000 άτομα. Παράλληλα στη Νότια Ρωσία, στην περιοχή του Καυκάσου, την ίδια εποχή υπήρχαν περίπου 150.000 Πόντιοι, που είχαν μετοικίσει εκεί μετά την Άλωση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς το 1461.

ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΕΞΟΝΤΩΣΗΣ
Το σχέδιο που τέθηκε σε εφαρμογή είχε προετοιμασθεί από καιρό. Εμπνευστές του οι τούρκοι στρατηγοί Εμβέρ και Ταλαάτ. Από τον Δεκέμβριο του 1916 άρχισε η επέμβαση των τουρκικών στρατιωτικών μονάδων αρχικά στις περιοχές της Σαμψούντας και της Πάφρας και περίπου δύο χρόνια αργότερα στην περιοχή της Τραπεζούντας, μετά την αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων που κατείχαν την περιοχή. Στόχος τους η "άμεση εξόντωση μόνον των ανδρών των πόλεων από 16-60 ετών και γενική εξορία όλων των ανδρών και γυναικόπαιδων των χωριών στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής και εξόντωσης". Το προσωπείο των Τούρκων πέφτει αφού αρχίζουν να καταφθάνουν καταγγελίες για κρούσματα βίας από διάφορες περιοχές του Πόντου και της Μικράς Ασίας.  Οι καταστροφές και οι λεηλασίες περιουσιών περνούν στην ημερήσια διάταξη ενώ ακολουθούν εκτοπισμοί, απελάσεις και δολοφονίες αθώων ανθρώπων που ενώ πήγαιναν στη δουλειά, δεν επέστρεψαν ποτέ στα σπίτια τους.
Χιλιάδες άνδρες επιστρατεύονται και στέλνονται στα Τάγματα Εργασίας. Παράλληλα οι Τούρκοι αμφισβητούν το δικαίωμα της ελεύθερης άσκησης του επαγγέλματος όλων των Ελλήνων ενώ διαμηνύουν με τον πλέον αυστηρό τρόπο προς τους μουσουλμάνους πως απαγορεύονται οι επαγγελματικές σχέσεις με τους Έλληνες. Όσοι μάλιστα προτίθεντο να παρακούσουν τις εντολές, αντιμετώπιζαν την τιμωρία από τις στρατιωτικές αρχές.
Οι συνέπειες δεν άργησαν να φανούν και η Ελληνική Πρεσβεία σε έκθεση της μεταξύ άλλων ανέφερε πως  “οι εκτοπιζόμενοι από τα χωριά τους δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν μαζί τους ούτε τα απολύτως αναγκαία. Γυμνοί και ξυπόλητοι, χωρίς τροφή και νερό, δερόμενοι και υβριζόμενοι, όσοι δεν εφονεύοντο οδηγούντο στα όρη από τους δημίους τους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς πέθαιναν κατά την πορεία από τα βασανιστήρια. Το τέρμα του ταξιδιού δεν σήμαινε και τέρμα των δεινών τους, γιατί οι βάρβαροι κάτοικοι των χωριών τούς παρελάμβαναν, για να τους καταφέρουν το τελειωτικό πλήγμα...”.
Η αποχώρηση του ρωσικού στρατού από την Τραπεζούντα που αποτελούσε μια ασπίδα προστασίας για τον ελληνικής καταγωγής πληθυσμό της περιοχής και ο φόβος επανάληψης όσων είχαν συμβεί σε γειτονικές περιοχές προκάλεσε ένα κύμα φυγής με αποτέλεσμα τον ξεριζωμό σχεδόν του μισού πληθυσμού της περιοχής ο οποίος κατευθύνθηκε προς τον Καύκασο και τα παράλια της Γεωργίας.
Αν και αρχικά, η λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έσπειρε ελπίδες στους Έλληνες της περιοχής πως η κατάσταση θα βελτιωνόταν, εντούτοις αυτές δεν επαληθεύθηκαν, αφού δεν εισακούστηκαν οι εκκλήσεις τους από το ελληνικό κράτος για συμπερίληψη της εν λόγω περιοχής εντός της ελληνικής επικράτειας. Κύρια αιτία της άρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου αυτού του ενδεχόμενου ήταν η απόσταση που χώριζε την Ελλάδα από τον Πόντο και η αδυναμία υπεράσπισής του από τις τουρκικές επιδρομές.
Η πρόταση ωστόσο για δημιουργία ομοσπονδίας με τους Αρμενίους πήρε “σάρκα και οστά” τον Ιανουάριο του 1920, όταν ο αρχιεπίσκοπος Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης και ο πρόεδρος των Αρμενίων Αλέξανδρος Χατισιάν υπέγραψαν τη σχετική συμφωνία που προέβλεπε τη δημιουργία ποντοαρμενικού κράτους.
Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους όμως ο αρμενικός στρατός ηττήθηκε στο Ερζερούμ από τις δυνάμεις του Κεμάλ, με αποτέλεσμα τη συνθηκολόγηση με τους Τούρκους, που άφησαν για ακόμη μια φορά μόνους τους Έλληνες του Πόντου.
Δύο χρόνια αργότερα ο Κεμάλ, και αφού “εκκαθάρισε” τα δευτερεύοντα μέτωπα στη Μικρά Ασία, επεκτείνει χωρίς να τον εμποδίσει κανείς τις δραστηριότητές του στις περιοχές όπου διαβιεί ο ποντιακός ελληνισμός. Τα αποτελέσματα τραγικά: Οι πόλεις και τα χωριά κάηκαν, οι χωρικοί σφάχτηκαν, ατιμάστηκαν, εξορίστηκαν ή έφευγαν ομαδικά στα δάση και στα βουνά. Όσοι άνδρες συλλαμβάνονταν προωθούνταν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Σχετικοί υπολογισμοί αναφέρουν πως στο διάστημα 1914 - 1922 εξοντώθηκαν περίπου 200.000 Πόντιοι.

ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η επέμβαση των συμμαχικών δυνάμεων είχε ως αποτέλεσμα να βρεθεί “γραμμή επικοινωνίας” ελληνικής κυβέρνησης και Κεμάλ Ατατούρ, η οποία μεταφράστηκε σε συμφωνία για τη μεταφορά των Ελλήνων του Πόντου με τουρκικά καράβια στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί με ελληνικά στην Ελλάδα.
Τον Νοέμβριο του 1922 έλυσε κάβους το πρώτο καράβι που ξεκίνησε από τη Σαμψούντα με τελικό προορισμό την Ελλάδα μέσω Κωνσταντινούπολης, διαδικασία που συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του επόμενου έτους.
Το 1924 υπογράφεται η ελληνοτουρκική σύμβαση που προέβλεπε την ανταλλαγή των πληθυσμών, στους οποίους περιλήφθηκαν και οι χριστιανικοί πληθυσμοί του Πόντου, ενώ όσοι από τους άνδρες είχαν επιζήσει από τα τάγματα εργασίας που εμπνεύστηκαν οι Τούρκοι (τα γνωστά αμελέ ταμπουρού) επέστρεψαν στην Ελλάδα είτε μέσω Σαμψούντας είτε μέσω Συρίας.

ΝΕΑ ΑΡΧΗ
Καστοριά, Δράμα, Κιλκίς, Καβάλα, Κοζάνη, Πρέβεζα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη είναι ορισμένες μόνον από τις περιοχές στις οποίες εγκαταστάθηκαν οι Έλληνες του Πόντου. Η προσαρμογή στην ελληνική πραγματικότητα ιδιαίτερα δύσκολη αφού πέραν της αδυναμίας της ελληνικής κυβέρνησης να ανταποκριθεί στο έργο της προσφυγικής αποκατάστασης, οι Έλληνες από τον Πόντο θα έπρεπε επί της ουσίας να ξεκινήσουν από την αρχή, παλεύοντας με τις αναμνήσεις της ζωής που άφησαν πίσω. Το μόνο πράγμα που τους θύμιζε πλέον το σπίτι τους και τον τόπο που γεννήθηκαν ήταν τα ελάχιστα αντικείμενα που κατάφεραν να μεταφέρουν μαζί τους στην Ελλάδα τα οποία ίσα-ίσα που χωρούσαν σε λιγοστά ξύλινα σεντούκια τα οποία μέχρι και σήμερα οι απόγονοί τους φυλάγουν ως "κόρη οφθαλμού". Ο πόνος και η θλίψη για τον άδικο χαμό των δικών τους ανθρώπων αλλά και τη λεηλασία της περιουσίας τους θα έπρεπε να μείνουν πίσω, αφού αυτό που προείχε ήταν η επιβίωση και μάλιστα σε έναν τόπο που επί της ουσίας τους ήταν ξένος.
Η Αθήνα ζήτησε τη βοήθεια της διεθνούς κοινότητας, η οποία και ανταποκρίθηκε αφού φιλανθρωπικές οργανώσεις, κυρίως αγγλικές και αμερικάνικες, όπως η Αmerican Bible Society, η Save the Children Fund και η All British Appeal προσέφεραν σημαντικά στην ανακούφιση των προσφύγων. Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στη σύναψη δανείων με ξένες τράπεζες, για να εγκαταστήσει παραγωγικά τους πρόσφυγες.
Την όλη διαχείριση των χρημάτων, καθώς και την πρόοδο του εποικιστικού έργου, ανέλαβε μια διεθνής επιτροπή που συστάθηκε υπό την κηδεμονία της ΚΤΕ, η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, γνωστότερη ως ΕΑΠ.
Η εγκατάσταση των προσφύγων προχώρησε προς δύο βασικές κατευθύνσεις,
α) την αγροτική και
β) την αστική εγκατάσταση.
Στην πρώτη περίπτωση τα πράγματα ήταν πιο εύκολα, αφού σε Μακεδονία και Θράκη υπήρχε διαθέσιμη γη ενώ χορηγήθηκαν στους αγρότες-πρόσφυγες σπίτια -συνήθως αντιστοιχούσε 1 σπίτι σε κάθε 2 ή 3 οικογένειες- αλλά και απαραίτητος εξοπλισμός για την καλλιέργεια της γης, διαδικασία που ολοκληρώθηκε το 1930.
Στη δεύτερη περίπτωση ωστόσο η κατάσταση ήταν σαφώς πιο δύσκολη, αφού πέραν του στεγαστικού προβλήματος, οι Έλληνες του Πόντου είχαν να αντιμετωπίσουν και τον εφιάλτη της απασχόλησης.
Άλλωστε, οι αστοί αποτελούσαν το 42% μεταξύ των προσφύγων, ενώ την ίδια εποχή ο συνολικός αστικός πληθυσμός της χώρας δεν ξεπερνούσε το 23%. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν η δημιουργία προσφυγικών συνοικισμών, με άσχημες συνθήκες στην αρχή, που βελτιώθηκαν στο διάβα του χρόνου.

ΟΙ ΘΕΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ
Η ενσωμάτωση των Ελλήνων του Πόντου στην Ελλάδα είχε πολλαπλές θετικές συνέπειες στους περισσότερους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας.
Όπως αναφέρεται στο αφιέρωμα του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, όσον αφορά στον εθνολογικό τομέα σημειώνεται πως το 1913 οι μειονότητες στην Ελλάδα αποτελούσαν περίπου το 13% του συνολικού πληθυσμού ενώ το 1920 το ποσοστό αυτό πλησίασε το 20%, όπερ σημαίνει πως ένας στους πέντε κατοίκους της χώρας δεν ήταν Έλληνας. Μάλιστα στη Μακεδονία, το 1920, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού κυμαίνονταν γύρω στο 45%.
Η εγκατάσταση των προσφύγων σε Μακεδονία και Θράκη και η αποχώρηση των περίπου 300 χιλιάδων μουσουλμάνων και περίπου 60 χιλιάδων Βούλγαρων ανέτρεψε δραματικά τα πληθυσμιακά δεδομένα. Έτσι, το 1926 το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας έφτασε το 88,8%, ενώ το 1928 οι Έλληνες αποτελούσαν το 93,8% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Αυτό σημαίνει πως στα τέλη της δεκαετίας του 1920 η Ελλάδα ήταν το κράτος με τη μεγαλύτερη εθνική ομοιογένεια στη Βαλκανική και ένα από τα πλέον ομοιογενή κράτη στην Ευρώπη. Η άποψη μάλιστα αυτή πιστοποιείται και από τα πλέον επίσημα χείλη, τους προέδρους της ΕΑΠ, Morgentau, Eddy και Howland.
Και στον οικονομικό τομέα η προσφορά των προσφύγων ήταν τεράστια. Στα τέλη του 1922 η οικονομία της χώρας είχε σχεδόν αποσυντεθεί και η παραγωγή είχε πέσει πολύ χαμηλά. Όμως, οι πρόσφυγες ανέτρεψαν πλήρως την κατάσταση. Οι ανάγκες της εγκατάστασής τους οδήγησαν στην απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και των μεγάλων κτημάτων που μέχρι τότε αποτελούσαν την κύρια μορφή ιδιοκτησίας γης. Ακόμη, εισήχθησαν νέες καλλιέργειες και εφαρμόσθηκαν νέες τεχνικές. Πιο συγκεκριμένα, μέχρι το 1922 η σταφίδα αποτελούσε την κύρια καλλιέργεια, λόγω, όμως, των συνεχών σταφιδικών κρίσεων αντικαταστάθηκε από τον καπνό, ο οποίος κάλυψε το 70% περίπου των ελληνικών εξαγωγών. Η καλλιέργεια του καπνού γινόταν μάλιστα κατά τα 2/3 από πρόσφυγες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι δέκα χρόνια μετά την άφιξη των προσφύγων η καλλιεργήσιμη γη είχε αυξηθεί κατά 55% και το αγροτικό εισόδημα είχε διπλασιασθεί. Αλλά και στον τομέα της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας η προσφορά των προσφύγων ήταν ευεργετική. Αναπτύχθηκαν νέοι κλάδοι, όπως η μεταξουργία, η κεραμική, η χαλκουργία, η ταπητουργία, η αργυροχοΐα και η βυρσοδεψία. Στο διάστημα 1923-1930 περισσότερες από 900 βιομηχανίες ιδρύθηκαν. Επίσης, στο ίδιο διάστημα, οι εμπορικές συναλλαγές της χώρας με το εξωτερικό σχεδόν διπλασιάσθηκαν.
Τέλος, και στον πνευματικό τομέα η συμβολή των προσφύγων υπήρξε τεράστια. Επιστήμονες, διανοούμενοι και διάφοροι άλλοι πνευματικοί άνθρωποι από τη Μ. Ασία λάμπρυναν με την παρουσία τους το χώρο των ελληνικών γραμμάτων. Αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένα ονόματα.
Ο αξέχαστος αρχαιολόγος Μανώλης Ανδρόνικος, ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης, ο φιλόλογος Ιωάννης Συκουτρής, ο Δημήτρης Γληνός, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Ηλίας Βενέζης, ο Φώτης Κόντογλου, η Διδώ Σωτηρίου, η Μαρία Ιορδανίδου, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Δημήτρης Ψαθάς, ο Κάρολος Κουν, ο Πάνος Κατσέλης, ο Μανώλης Καλομοίρης. Όσον αφορά, ειδικότερα, την πνευματική συνεισφορά των Ποντίων, είναι σημαντικό ότι το 1927 ιδρύθηκε η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών από ομάδα Ποντίων με επικεφαλής τον μητροπολίτη Τραπεζούντας και μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο. Επίσης, κυκλοφόρησαν τα εξής περιοδικά: “Ποντιακά Φύλλα”, “Χρονικά του Πόντου”, “Ποντιακό Θέατρο”, “Ποντιακή Εστία”, “Φίλοι της Ποντιακής Μουσικής” και φυσικά το περιοδικό “Αρχείον Πόντου”. Αλλά τα βάσανα των ξεριζωμένων ενέπνευσαν και πάρα πολλούς καλλιτέχνες. Ολόκληρη η μετέπειτα λογοτεχνική παραγωγή είναι σφραγισμένη από την τραγωδία της Ασίας. Δεν έλειψαν, επίσης, και οι διάφορες τηλεοπτικές παραγωγές. Αναφέρονται ενδεικτικά η ταινία του Νίκου Κούνδουρου ''Μαγική Πόλη'', γυρισμένη το 1955, η ''Τραγωδία του Αιγαίου'' του Βασίλη Μάρου (1961), η ''Ξεριζωμένη Γενιά'' του Απόστολου Τεγόπουλου (1968) και το ''1922'' του Παντελή Βούλγαρη (1978).

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ
Όμως, τα ιστορικά στοιχεία αποδεικνύουν πως η τραγωδία του ποντιακού ελληνισμού επί της ουσίας ξεκινά επτά χρόνια μετά την άλωση της Πόλης, δηλαδή την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας το 1461.
Ήταν την εποχή που ο ποντιακός ελληνισμός έχανε μεν την ανεξαρτησία του, όχι όμως την εθνική του συνείδηση, αφού κατάφερε ανάμεσα σε ένα πλήθος αλλόθρησκων και αλλόγλωσσων λαών να διατηρήσει τη γλώσσα και την πίστη του.
Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, η τραγωδία μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους.
Η πρώτη αρχίζει το 1461 και λήγει στα μέσα του 17ου αιώνα.
Η δεύτερη προσδιορίζεται στα μέσα του 17ου αιώνα και ολοκληρώνεται λίγο μετά το τέλος του πρώτου ρωσοτουρκικού πολέμου. Κατά τη διάρκεια των εν λόγω ετών, εκφράζεται με τον χειρότερο δυνατό τρόπο η θρησκευτική βία εναντίον των Ελλήνων, ενώ καταγράφονται οι πρώτοι ομαδικοί εξισλαμισμοί των ελληνικών πληθυσμών.
Η τρίτη περίοδος που επί της ουσίας ολοκληρώνεται το 1922 με τα γνωστά αποτελέσματα χωρίζεται σε δύο υποκατηγορίες:
Η πρώτη εκφράζεται με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζί το 1774 και η δεύτερη ξεκινάει από το 1908, εποχή που αρχίζει να γιγαντώνεται ο τουρκικός εθνικισμός.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ
Οι Πόντιοι, μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία αποτελούσαν ένα αποκομμένο τμήμα του ελληνισμού. Το γεγονός ότι ο ποντιακός ελληνισμός ζούσε σε μια περιοχή ιδιαίτερα φτωχή, δεν στάθηκε εμπόδιο για την οικονομική του εξέλιξη και την επέκταση των δραστηριοτήτων του προς τις περιοχές του Καυκάσου και της Κριμαίας.
Η εκμετάλλευση των μεταλλείων της Αργυρούπολης, η διάνοιξη του πολλά υποσχόμενου εμπορικού δρόμου Τραπεζούντας - Ταυρίδας και η ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων με τα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου και της Κριμαίας αποτέλεσαν τα βασικά συστατικά για το “οικονομικό θαύμα” που συντελέστηκε την εποχή εκείνη, το οποίο έφερε αξιοσημείωτη δημογραφική άνοδο. Οι καλές οικονομικές επιδόσεις του ποντιακού ελληνισμού αλλά και η δημογραφική αύξηση είχαν ως αποτέλεσμα να αναπτυχθεί και η εκπαιδευτική δραστηριότητα. Έτσι και ενώ το 1860 τα ελληνικά σχολεία ήταν μόλις 100, το 1919 και ύστερα από την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας τα σχολεία υπολογίζονταν σε 1.401 με 86.000 μαθητές, με πιο φημισμένο το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Βέβαια, εκτός από τα σχολεία, οι Πόντιοι διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες, και θέατρα, με τα οποία έκαναν αισθητό τόσο το υψηλό πνευματικό τους επίπεδο όσο και το εθνικό τους φρόνημα.
Το 1915 ωστόσο τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν. Ήταν η εποχή που τα περισσότερα κράτη της γηραιάς ηπείρου ενεπλάκησαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την ίδια εποχή δηλαδή που η Τουρκία βρήκε την ευκαιρία να υλοποιήσει ένα από τα χειρότερα σχέδια κατά της ανθρωπότητας που δεν ήταν άλλο από την εξόντωση όλων των χριστιανικών πληθυσμών που ζούσαν στη Μικρά Ασία.
Το πρώτο χτύπημα πραγματοποιήθηκε τον μήνα Ιούνιο, όταν ξεκίνησε η εξορία και εν συνεχεία η σφαγή των Αρμενίων, χωρίς να αργήσουν οι καταγγελίες για βιοπραγίες εναντίον του ποντιακού ελληνισμού.

Ψήφισμα των ελλήνων διανοουμένων για την τραγωδία του Πόντου
"Oι έλληνες συγγραφείς και καλλιτέχναι, απηύθυναν προς τους διανοουμένους της Eυρώπης και Aμερικής την κάτωθι διαμαρτυρίαν:
Mετά βαθυτάτης συγκινήσεως οι συγγραφείς και καλλιτέχναι της Eλλάδος απευθύνονται προς τους διανοουμένους του πεπολιτισμένου κόσμου, όπως γνωστοποιήσουν εις αυτούς την τραγωδίαν χιλιάδων οικογενειών του ελληνικού Πόντου. Ξηρά, εξηκριβωμένα και αναμφισβήτητα τα γεγονότα είναι τα εξής:
Oι Tούρκοι εφόνευσαν όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους της πόλεως Mερζιφούντος, αφού την ελεηλάτησαν και την επυρπόλησαν. Tους προσπαθήσαντας να διασωθούν ετυφέκισαν και εθανάτωσαν, καταλαβόντες τας διόδους.
Mετετόπισαν όλον τον άρρενα πληθυσμόν των πόλεων Tριπόλεως, Kερασούντος, Oρδούς, Oινόης, Aμισού και Πάφρας και καθ' οδόν κατέσφαξαν τους πλείστους εξ αυτών.
Έκλεισαν εντός του ναού του χωρίου Έλεζλη εν Σουλού-Tερέ 535 Έλληνας και τους κατέσφαξαν, διασωθέντων μόνον τεσσάρων. Πρώτους έσφαξαν 7 ιερείς διά πελέκεως προ της θύρας του ναού.
Aπηγχόνισαν εν Aμασεία 168 προκρίτους Aμισού και Πάφρας.
Eβίασαν όλας ανεξαιρέτως τας γυναίκας, τας παρθένους και τα παιδία των άνω πόλεων, τας ωραιοτέρας δε παρθένους και νέους έκλεισαν εις τα χαρέμια. Πλείστα βρέφη εφόνευσαν, σφενδονίζοντες αυτά κατά των τοίχων.
Oι υπογεγραμμένοι θέτουσι τα ανωτέρω υπ' όψιν των διανοουμένων της Eυρώπης και της Aμερικής θεωρούντες ότι όχι μόνον τα γεγονότα ταύτα αλλά και η ανοχή αυτών αποτελεί πένθος της ανθρωπότητος.
Aθήναι, 22 Nοεμβρίου 1921.
Άννινος X., Aυγέρης M., Bλαχογιάννης I., Bώκος Γερ., Γρυπάρης I., Δούζας A., Δροσίνης Γ., Zάχος A., Θεοδωροπούλου Aύρα, Θεοτόκης K., Iακωβίδης Γ., Kαζαντζάκης N., Kαζαντζάκη Γαλ., Kαμπάνης Aρ., Kαμπούρογλους Δ., Kαρολίδης Π., Kόκκινος Δ., Kορομηλάς Γ., Mαλακάσης M., Mαλέας K., Mένανδρος Σ., Nικολούδης Θ., Nιρβάνας Π., Ξενόπουλος Γρ., Παλαμάς K., Παπαντωνίου Z., Παράσχος K., Πασαγιάννης K., Πολίτης Φ., Πωπ Γ., Σικελιανός Άγγ., Σκίπης Σ., Στρατήγης Γ., Tαγκόπουλος Δ., Tσοκόπουλος Γ., Φυλλύρας P., Xατζιδάκις Γ., Xατζόπουλος Δ., Xορν Π., Σβορώνος I. μεθ' όλης της πικρίας μου διά την κυρίως υπό της Γαλλίας και υπό ουδενός αισθήματος ή συμφέροντος ανθρωπίνου, δικαιολογουμένην εγκατάλειψιν εις σφαγήν των χριστιανών".

Μετατράπηκε σε τζαμί η Αγία Σοφία Τραπεζούντας

$
0
0
Κάλυψαν τις βυζαντινές τοιχογραφίες της εκκλησίας που λειτουργούσε ως μουσείο
Μετατράπηκε σε τζαμί η Αγία Σοφία Τραπεζούντας

Η Αγία Σοφία Τραπεζούντας χρονολογείται από την εποχή των Κομνηνών και από το 1961 λειτουργούσε ως μουσείο.





Με κουρτίνες και χαλιά κάλυψαν οι τουρκικές Αρχές τις ανεκτίμητης αξίας βυζαντινές τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας στην Τραπεζούντα, προκειμένου να λειτουργήσει ο ναός ως τέμενος.
Η βυζαντινή εκκλησία, που χρονολογείται από την εποχή των Κομνηνών, λειτουργούσε από το 1961 ως μουσείο. Πρόσφατα, η δικαιοδοσία του ναού μεταβιβάστηκε με δικαστική απόφαση από το υπουργείο Τουρισμού στη Γενική Διεύθυνση Βακουφίων, το οποίο με τη σειρά του αποφάσισε την επαναλειτουργία του ως τζαμί, έπειτα από περίπου μισό αιώνα.

Η πρώτη προσευχή έγινε προ ημερών, αφού τα ψηφιδωτά του δαπέδου καλύφθηκαν με χαλιά και οι εικονογραφίες στους τοίχους με σύστημα κουρτινών. Όπως υποστήριξε ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Βακούφιων, Μαζχάρ Γιλντιρίμχαν, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει πλέον η Αγία Σοφία, δεν καρφώθηκε ούτε ένα καρφί και δεν προκλήθηκε στο μνημείο η παραμικρή ζημιά.

Η απόφαση ωστόσο των τουρκικών Αρχών για τη μετατροπή του μουσείου σε τζαμί προκάλεσε αντιδράσεις σε κύκλους προοδευτικών ακαδημαϊκών. Ο Ενγκίν Ακγιουρεκ, καθηγητής Βυζαντινής Τέχνης του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, κατηγόρησε την κυβέρνηση Ερντογάν ότι με την απόφαση της αυτή «συνεχίζει» την Άλωση της Τραπεζούντας και δείχνει ότι δεν ανέχεται τη διαφορετικότητα. Ο ίδιος επισημαίνει ότι πρόκειται για ένα κτίσμα που είναι παγκοσμίως γνωστό και πως μαζί με τη Μονή Σουμελά αποτελούν τα δύο σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία της περιοχής.

Υπενθυμίζεται ότι είναι η δεύτερη περίπτωση τα τελευταία χρόνια που οι τουρκικές Αρχές μετατρέπουν έναν ιστορικό βυζαντινό ναό από μουσείο σε τζαμί. Προηγήθηκε ο ναός της Αγίας Σοφίας στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου συνεκλήθη το 787μΧ η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος.

ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ: Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ

$
0
0

Το πρόσωπό Της αποτελεί καταφύγιο για όλους τους
ανθρώπους σε καιρούς δύσκολους και χαλεπούς, όπως αυτοί που διανύουμε τώρα. Όλοι προστρέχουμε σ’ αυτήν για να ζητήσουμε βοήθεια, συμβουλή και πνευματική ενθάρρυνση.

Υπάρχουν πολλές μορφές της Παναγίας σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, που η κάθε μία τους περικλείει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και αποτυπώνει βασικά στοιχεία του τόπου που βρίσκεται και των ανθρώπων που ζουν εκεί. Μία από τις σημαντικότερες μορφές της είναι η Παναγία Σουμελά...

Ονομάζεται και Παναγία των Ποντίων, μιας και ο αρχικός τόπος που βρίσκονταν η πρώτη εκκλησία-μοναστήρι ήταν ο Πόντος.

Τα παρακάτω είναι λίγα λόγια για την δύσκολη, σκληρή και συνάμα μυθική πορεία στους αιώνες αυτής της εικόνας! Η Μονή Παναγίας Σουμελάς είναι αποτελεί σύμβολο του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού στον Πόντο για 16 αιώνες. Ακόμα και τώρα που δεν λειτουργεί πια, παραμένει ισχυρό σημείο αναφοράς για όλους. Η πρώτη εκκλησία κτίστηκε περίπου το 386μ.χ. από τους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο, οι οποίοι έφθασαν στα απάτητα ποντιακά βουνά ύστερα από ονειρική αποκάλυψη της Παναγίας για την ύπαρξη εικόνας της εκεί.

Με το πέρας των αιώνων η Μονή επεκτάθηκε και απέκτησε πολλά προνόμια, δοσμένα από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, τους αυτοκράτορες της Τραπεζούντας και τους Οθωμανούς σουλτάνους. Θαύματα πολλά συνοδεύουν την πορεία της Μονής, όπως η ύδρευση της με την ανάβλυση αγιάσματος μέσα από το γρανιτένιο βράχο (την προέλευση του αδυνατούν ακόμα να εντοπίσουν οι επιστήμονες) και διάφορα ακόμα.

Το 1922, με το μεγάλο διωγμό των Ελλήνων από τις εκεί περιοχές, οι βάρβαροι τούρκοι επιτέθηκαν στη Μονή και κατέκλεψαν πολλά από τα κειμήλια, ενώ παράλληλα έβαλαν φωτιά για να καλύψουν τα εγκλήματά τους καίγοντας ταυτόχρονα την ανεκτίμητη σε αξία χειρογράφων βιβλιοθήκη. Με κίνδυνο της ζωής τους οι μοναχοί μετέφεραν και έκρυψαν στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας την εικόνα της Παναγίας, το ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου και τον πολύτιμο σταυρό του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού.
alt

Το 1930 ο Ελευθέριος Βενιζέλος πέτυχε συμφωνία με τον τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού ώστε να μπορέσει να φέρει στην Ελλάδα τα κρυμμένα κειμήλια της Σουμελάς. Με ειδική συστατική επιστολή πήγε στην Τουρκία ό ένας εκ των δύο τελευταίων εν ζωή μοναχών της Μονής και τα έφερε. Για χρονικό διάστημα 20 περίπου χρόνων η εικόνα φυλάχθηκε στο Βυζαντινό Μουσείο, μέχρι να βρεθεί ο κατάλληλος τόπος για τη θεμελίωση ενός νέου μοναστηριού. Από το 1931 ο Λεωνίδας Ιασωνίδης ( υπουργός Προνοίας του Βενιζέλου), υποστήριζε ότι χρειάζεται να βρεθεί ένα τέτοιο σημείο.

Μόλις το 1951 βρέθηκε αυτός ο τόπος στις πλαγιές του όρους Βέρμιο, πάνω από το χωριό Καστανιά. Τότε ο Φίλων Κτενίδης έβαλε τα θεμέλια της νέας Μονής Σουμελά. Στις 15 Αυγούστου του 1951, ανήμερα της γιορτής της, μεταφέρθηκε πανηγυρικά η εικόνα της Παναγίας στο νέο της σπίτι! Από τότε και κάθε 15 Αυγούστου, χιλιάδες Πόντιοι και άλλοι προσκυνητές συρρέουν στο χώρο για να τιμήσουν τη μνήμη της.

Ο Ιασωνίδης είχε πει το 1931 και με αφορμή την έλευση της εικόνας στην Ελλάδα ότι:
"Εν Ελλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Με την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήλθε και ο Πόντος!". Ζώντας αυτή την άσχημη κατάσταση γύρω μας και βλέποντας την κατάφορη προδοσία Ελλάδας και Ελλήνων από τους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες του τόπου, μήπως πρέπει να δανειστούμε τα λόγια του και αλλάζοντας τα να κάνουμε έκκληση στην Αγία Μητέρα των Ποντίων " Εν Ελλάδι δεν υπάρχει μόνο γη που πουλιέται, αλλά και άνθρωποι που δεν ξεπουλιούνται! Δώσε μας φώτιση και δύναμη να πράξουμε τα δέοντα για την αποκατάσταση της Ελληνικής τιμής!"



-Η Εθνική ομάδα των Νέων στην Τραπεζούντα

$
0
0

Με αφορμή την πρόκριση στους “16″ του Παγκοσμίου Κυπέλλου, η Εθνική μας ομάδα των Νέων U20 
Η Τραπεζούντα της Παναγίας
γράφει: Αντώνης Καρπετόπουλος


Η ελληνική αποστολή επέστρεψε πίσω στο Γκαζιαντέπ Σάββατο μεσημέρι, αλλά την Τραπεζούντα θα την έχει πάντα στην καρδιά της, θέλω να πιστεύω. Πρώτοι από όλους θα την έχουν οι νεαροί παίκτες του Κώστα Τσάνα, όχι μόνο γιατί εδώ πέτυχαν την πρώτη πρόκριση στο β γύρο παγκοσμίου Κυπέλλου που έχει πάρει ποτέ ελληνική ομάδα ποδοσφαίρου, αλλά και γιατί το τριήμερο εκεί τους έδωσε τη δυνατότητα να αισθανθούν και περισσότερο Ελληνες και ότι παίρνουν μέρος σε ένα μεγάλο τουρνουά.
Ομολογώ ότι με εξέπληξε κομμάτι η θέληση των παικτών στο μοναδικό πρωϊνό ρεπό τους να επισκεφτούν την Παναγία Σουμελά, μολονότι μάλιστα τους εξήγησαν ότι η διαδρομή με το πούλμαν δεν είναι απλή και υπάρχει κι ένα κομμάτι που απαιτεί πεζοπορία.
Στο γκρουπ υπάρχουν και μερικοί θρησκευόμενοι και μερικοί ποντιακής καταγωγής, όπως ο Σταφυλλίδης και ο Μπουγαϊδης: όμως αν συμφώνησαν όλοι ότι αυτό θέλουν να κάνουν αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι στο σύνολό τους είναι ανοιχτόμυαλα παιδιά. Ολοι γνώριζαν ότι μιλάμε για ένα μνημείο της Χριστιανοσύνης, αλλά κι ένα αρχαιολογικό θαύμα που αξίζει να δεις από κοντά.




Είχα ακούσει διάφορα και για την Παναγία Σουμελά και για την Τραπεζούντα, αλλά αυτά που είδαν τα μάτια μου ξεπέρασαν την οποιαδήποτε προσδοκία. Χτισμένο στο πιο απόκρημνο σημείο ενός γιγάντιου δάσους που βρίσκεται σε ένα από τα βουνά που καλύπτουν τα νότια της πόλης, το μοναστήρι της Παναγίας νομίζεις ότι χτίστηκε όντως από αγγέλους.
Όταν το βλέπεις από κάτω, καθώς ανεβαίνεις το λιθόχτιστο δρομάκι, έχεις την εντύπωση ότι πρόκειται για μεσαιωνικό παρατηρητήριο ή έστω κάποιου είδους κάστρο. Το τοίχος του, χτισμένο για να το προστατεύει από πιθανές επιδρομές, δίνει μια αίσθηση μεγαλύτερου απομονωτισμού – οι καλόγεροι που το δημιούργησαν διάλεξαν ένα εξαιρετικά δυσκολοπροσβάσιμο σημείο, και την ίδια στιγμή μοιάζουν να ήθελαν να απομονωθούν από οποιοδήποτε πειρασμό, ακόμα και από τον πειρασμό της αισθητικής ομορφιάς του δασώδους καταπράσινου τοπίου.



Όταν φτάνεις πάνω και κοιτάς αυτή την απεραντοσύνη καταλαβαίνεις τι σημαίνει «σταματάω το χρόνο»: η Παναγία Σουμελά χτίστηκε με πολύ υπομονή, πολύ θέληση, πολύ επιμονή – η αρχιτεκτονική της επιβλητικότητα οφείλεται στο ότι δημιουργήθηκε χωρίς βιασύνες, χωρίς χρονικούς ορίζοντες, χωρίς την καταπίεση της παράδοσης του έργου. Δημιουργός της είναι ο Θεός χρόνος και ίσως επειδή την προστατεύει ακόμα για αυτό και άντεξε μια σειρά από λεηλασίες: οι ελάχιστες τοιχογραφίες που της έχουν απομείνει, με επιβλητικότερη αυτή της παναγιάς μάνας στο θόλο του πάλαι ποτέ ναού, επιτείνουν την αίσθηση της αιώνιας λύτρωσης. Ο «χρόνος προστάτης» σώζει τη μνήμη και τη λατρεία: παρόλο που λειτουργεί ως ένα είδος μουσείου και μολονότι βλέπεις σε αυτό δεκάδες Τούρκους επισκέπτες να περιφέρονται με την περιέργεια του τουρίστα που προσπαθεί να καταλάβει που βρίσκεται, το μοναστήρι προκαλεί ένα είδος δέους – κρίμα που λειτούργησε για μια και μοναδική φορά πριν από τρία χρόνια. Κάποια στιγμή, μαγεμένος από το τοπίο, ο Κολοβός ψέλλισε «που ήρθαμε…».





Ο Βασίλης Γεωργόπουλος, σοφός άνθρωπος, του είπε να θυμάται πως η μπάλα μέσα της, δεν έχει αέρα, όπως κάποιοι νομίζουν, αλλά όλο τον κόσμο, γιατί μπορεί να σε πάει παντού. Ο μικρός του Πανιωνίου και δυο – τρεις ακόμα κούνησαν καταφατικά το κεφάλι.
Αν η Παναγία Σουμελά είναι σύμβολο του ποντιακού ελληνισμού η Τραπεζούντα είναι προφανώς η χαμένη γη της Επαγγελίας του. Πάντα έβρισκα ψιλοχαζά τα ανέκδοτα για τους Πόντιους, έπειτα όμως από το σύντομο πέρασμα από εδώ τα θεωρώ όχι απλώς χαζά, αλλά ανόητα. Αν οι Πόντιοι είναι κουτοί κι είχαν διαλέξει για να εγκατασταθούν ένα τόσο όμορφο μέρος, αναρωτιέμαι ποιοι μπορεί να είναι οι έξυπνοι. Κατάλαβα επίσης περνώντας και τα δάκρια όλων των δικών μας Ποντίων όταν αναφέρονται στη Γη τους: η Τραπεζούντα είναι μια πόλη – κομψοτέχνημα, ένα μπαλκόνι που κρέμεται πάνω από τη Μαύρη Θάλασσα. Πολυεπίπεδη, πολύβοη, αλλά και κοσμοπολίτισσα, η Τραπεζούντα κουβαλάει ακόμα πολλά σημάδια της ποντιακής ελληνικότητας. Υπάρχουν ακόμα οι μεγάλες ελληνικές πλατείες, οι ελληνικές εκκλησίες – κυρίως μια ατμόσφαιρα που δείχνει ότι υπάρχει μια σύνδεση της συγκεκριμένης πόλης με αυτές των παράλιων της Μικράς Ασίας παρόλο που η απόσταση είναι τεράστια.




Στις σχεδόν τέσσερις σούπερ καλοκαιρινές μέρες που περάσαμε εκεί περιμένοντας να σφραγιστεί και επίσημα το εισιτήριο της πρόκρισης στους 16, γνωρίσαμε κάμποσους Τούρκους που ήξεραν ποντιακά ή ακόμα και λίγα μοντέρνα ελληνικά: μερικοί μας ζήτησαν και εισιτήρια για να ρθουν να υποστηρίξουν την εθνική ομάδα και όντως το έκαναν. Όπως περίπου συμβαίνει και στην Κωνσταντινούπολη και στην Τραπεζούντα υπάρχει μια περίεργη μάχη μεταξύ Δύσης και Ανατολής που όμως δεν έχει νικητή: η τελική σύνθεση καθιστά το τοπίο μοναδικό – στο όμορφο αυτό σκηνικό συνυπάρχουν πολλά πλάσματα του Θεού κι αν η ποντιακή Κοινότητα δεν είχε ξεριζωθεί βίαια το 1920 είναι δεδομένο ότι θα μεγαλουργούσε, αφού τις βαθιές ρίζες της πόλης αυτή τις έβαλε.




Φεύγοντας από τη μικρή αυτή ειδυλλιακή πόλη αναρωτιέσαι γιατί η Μοίρα είναι τόσο σκληρή με τους δημιουργούς. Οι Πόντιοι δημιούργησαν κάτι τόσο όμορφο που ξεσήκωσε μια ζήλεια. Και η ζήλεια, όπως όλα τα εγωπαθή συναισθήματα, προκάλεσε μια καταστροφή που πονάει ακόμα πολύ καθώς η ομορφιά της δημιουργίας παραμένει…


ΠΗΓΗ


ΕΘΝΑΡΧΗΣ Ή ΠΡΟΔΟΤΗΣ;

$
0
0

Η επιστολή του Ελευθερίου Βενιζέλου στην Σουηδική Ακαδημία με την οποία πρότεινε τον Κεμάλ Ατατούρκ για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης !


Κύριε Πρόεδρε,
Για περίπου επτά αιώνες ολόκληρη η Μέση Ανατολή και μεγάλο τμήμα της Κεντρικής Ευρώπης αποτέλεσαν θέατρο αιματηρών πολέμων. Κύρια αιτία γι αυτούς ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία και το απολυταρχικό καθεστώς των Σουλτάνων.
Η υποδούλωση χριστιανικών λαών, οι θρησκευτικοί πόλεμοι του Σταυρού εναντίον της Ημισελήνου που μοιραία επακολούθησαν και οι διαδοχικές εξεγέρσεις όλων αυτών των λαών που προσέβλεπαν στην απελευθέρωσή τους δημιουργούσαν μια κατάσταση πραγμάτων που θα παρέμενε μόνιμη πηγή κινδύνων όσο η Οθωμανική Αυτοκρατορία διατηρούσε τα ίχνη που της είχαν αφήσει οι Σουλτάνοι.

Η εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1922, όταν το εθνικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά θριάμβευσε επί των αντιπάλων του, έθεσε οριστικά τέλος σ' αυτή την κατάσταση αστάθειας και μισαλλοδοξίας.
Πράγματι, σπάνια στη ζωή ενός έθνους πραγματοποιήθηκε σε τόσο λίγο χρόνο μια αλλαγή τόσο ριζική. Μια παρακμάζουσα αυτοκρατορία που ζούσε υπό θεοκρατικό καθεστώς στο οποίο οι έννοιες του δικαίου και της θρησκείας συγχέονταν μετατράπηκε σ`ένα εθνικό και σύγχρονο κράτος, γεμάτο ενέργεια και ζωή.

Με την ώθηση του μεγάλου μεταρρυθμιστή Μουσταφά Κεμάλ το απολυταρχικό καθεστώς των Σουλτάνων καταλύθηκε και το κράτος κατέστη αληθινά κοσμικό. Το έθνος ολόκληρο στράφηκε προς την πρόοδο, με την θεμιτή φιλοδοξία να ενταχθεί στην πρωτοπορία των πολιτισμένων λαών.

Όμως το κίνημα για την εδραίωση της ειρήνης προχώρησε από κοινού με όλες εκείνες τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που προσέδωσαν στο νέο κυρίως εθνικό κράτος της Τουρκίας τη σημερινή του μορφή. Πράγματι η Τουρκία δεν δίστασε να αποδεχθεί ειλικρινά την απώλεια επαρχιών όπου κατοικούσαν άλλες εθνότητες και, ικανοποιημένη πραγματικά με τα εθνικά και πολιτικά της σύνορα όπως καθορίστηκαν από τις Συνθήκες, έγινε αληθινός στυλοβάτης της ειρήνης στην Εγγύς Ανατολή.
Είμαστε εμείς οι Έλληνες που αιματηροί αγώνες αιώνων μας είχαν φέρει σε κατάσταση διαρκούς ανταγωνισμού με την Τουρκία οι πρώτοι που είχαμε την ευκαιρία να αισθανθούμε τις συνέπειες αυτής της βαθιάς αλλαγής στη χώρα αυτή, διάδοχο της παλιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Από την επόμενη μέρα της Μικρασιατικής καταστροφής, διαβλέποντας την δυνατότητα συνεννόησης με την αναγεννημένη Τουρκία, που προέκυψε από τον πόλεμο ως εθνικό κράτος, της απλώσαμε το χέρι και το δέχτηκε με ειλικρίνεια.Από αυτήν την προσέγγιση, που μπορεί να χρησιμεύσει ως παράδειγμα για τη δυνατότητα συνεννόησης ακόμη και μεταξύ λαών που τους χώρισαν οι πιο σοβαρές διαφορές, όταν αυτοί διαποτιστούν με την ειλικρινή επιθυμία για ειρήνη, προέκυψαν μόνο καλά, τόσο για τις δύο ενδιαφερόμενες χώρες όσο και για τη διατήρηση της ειρήνης στην Εγγύς Ανατολή.

Ο άνθρωπος στον οποίο οφείλεται αυτή η πολύτιμη συμβολή στην ειρήνη δεν είναι άλλος από τον Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας Μουσταφά Κεμάλ Πασά. Έχω λοιπόν την τιμή ως αρχηγός της Ελληνικής Κυβέρνησης το 1930, όταν η υπογραφή του Ελληνοτουρκικού συμφώνου σηματοδότησε μια νέα εποχή στην πορεία της Εγγύς Ανατολής προς την ειρήνη, να υποβάλλω την υποψηφιότητα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά για την διακεκριμένη τιμή του βραβείου Νόμπελ για την Ειρήνη.

Με βαθύτατη εκτίμηση

Ε. Κ. Βενιζέλος

(Translation from French into Greek by Penny Pouliou)

......................................................
Nomination letter by Eleftherios K. Venizelos for the conferral of the Nobel Peace Prize upon Mustafa Kemal Pasha (Ataturk)

(Translation from French into English by Stella Colston)
Athens, January 12, 1934
Mister President,
For almost seven centuries the whole of the Near East and a large part of Central Europe was a theatre for bloody wars. The main cause of this was the Ottoman Empire and the absolutist regime of the Sultans.
The subjugation of Christian peoples, the religious wars of the Cross against the Crescent which inevitably followed, and the successive resurgences of all the peoples who aspired to their liberation, created a situation which remained a permanent source of danger as long as the Ottoman Empire retained the imprint of the Sultans.
The foundation of the Turkish Republic in 1922, when the national movement of Moustafa Kemal Pasha triumphed over its adversaries, put a definitive end to that state of instability and intolerance.
Indeed, very rarely has such a radical change been achieved in so short a time in the life of a nation.
An empire in decline, living under a theocratic regime where the notions of law and religion intermingled, was turned into a modern nation state, full of vigour and life.
Through the impetus given by the great reformer Moustafa Kemal Pasha, the absolutist regime of the Sultans was abolished, and the state became truly secular. The whole nation embraced progress, rightly ambitious to be present at the forefront of civilized peoples.
But the consolidation of peace went hand in hand with all the internal reforms which gave the new, predominantlyethnic Turkish state the image it has nowadays. Indeed, Turkey did not hesitate to accept legally the loss of provinces inhabited by other nationalities and, satisfied with the ethnic and political borders defined by the treaties, she became a true pillar for peace in the Near East.
We, the Greeks, who had been driven for centuries of bloody battles into continuous confrontation with Turkey, were the first to feel the effects of the deep change which occurred in that country, the successor of the old Ottoman Empire.
Having discerned, very soon after the catastrophe in Asia Minor, the opportunity of an understanding with reborn Turkey - which came out of the war as a national state-we offered her our hand which she took with sincerity.
This rapprochement, which shows that even peoples divided by the most serious differences can come closer to each otherwhen they become filled with the sincere desire for peace, was beneficial both for the two countries involved and for keeping the peace in the Near East.
The man to whom this invaluable contribution to the cause of peace is due is, of course, the President of the Turkish Republic, Moustafa Kemal Pasha.
Thus, I have the honour, as the leader of the Hellenic Government in 1930, when the signature of the Greek-Turkishpact marked a new era in the march of the Near East towards peace, to propose Moustafa Kemal Pasha as a candidate for the distinguished honour of the Nobel Peace Prize.
Yours sincerely,

E. K. Venizelos

Ο "εθνάρχης" Βενιζέλος και η προδοσία των Ποντίων λίγο πριν τη σφαγή από τον Κεμάλ!!!

$
0
0


 σ.σ.ΠΑΣΠΑΡΤΟΥ: Ο "εθνάρχης" Βενιζέλος το 1918 στη συνδιάσκεψη ειρήνης του Παρισιού το Δεκέμβρη του 18' δηλώνει υπέρ της ενσωμάτωσης του Πόντου στην...Αρμενία!!!, ενώ κατά τη διάρκεια του λυτρωτικού πολέμου του Ελληνικού Στρατού στην αιώνια Ελληνική γη (Ιωνία) ευθαρσώς και χωρίς ντροπή δηλώνει στον αμερικάνο Πρόεδρο Ουίλσον ότι κατόρθωσε!!!! να.... αποτρέψει του Πόντιους από ένοπλο αγώνα.


Αυτός ήταν ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ Βενιζέλος... Απέτρεψε τους Έλληνες του Πόντου να πολεμήσουν ενάντια του Κεμάλ και ίσως να αποφεύγονταν η Μικρασιατική Καταστροφή και στη συνέχεια οι σφαγές των Ελλήνων Χριστιανών της Καππαδοκίας και της Μικράς Ασίας από τους μογγόλους...

Διαβάστε για τον "Εθνάρχη" και φρίξτε με τα... "κατορθώματά" του..

"Έχουμε στρατό 20.000 ανδρών για να χτυπήσουμε τον Κεμάλ", γράφουν σε υπόμνημα τον Ιανουάριο του 1920, με τις πρώτες μάχες στη Μικρά Ασία, οιΈλληνες του Πόντου.





ΤΕΤΟΙΕΣ ΜΕΡΕΣτου ‘22 ολοκληρωνόταν η....
καταστροφή του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Ο στρατός επέστρεφε στηβάσητου, οι Τούρκοι κυνηγούσαν και σκότωναν τους Ελληνες και οι φωτιές έζωναν τα σπίτια τους στη Σμύρνη (κάποιοι ιστορικοίαναθεωρητές τους θέλουν να «συνωστίζονται» στα πλοία για να έρθουν στπν Ελλάδα... Προφανώς για διακοπές...).
Σήμερα, σχεδόν 90 χρόνια μετά, θα αποκαλύψουμε ένα ξεχασμένο υπόμνημα, που έστειλε στον πρωθυπουργό Ελευθέριο ΒενιζέλοτονΙανουάριο του 1920 ηΕπιτροπεία των Ποντίων. Ζητούσε την άδειά του να επιτεθεί στον Κεμάλ, δημιουργώνταςδεύτερο μέτωπο, για να δέχεται μικρότερηαντίστασηο ελληνικός στρατός στην κεντρικήΜικρά Ασία.
Το υπόμνημα είναι αποκαλυπτικό. Παραδόθηκε τον....
Γενάρητου 1920 στον ίδιο τον Βενιζέλο ότανβρισκόταν στο Παρίσι και έθετε στηδιάθεσητου μαχόμενου ελληνικού στρατού ισχυρή δύναμη 20.000 στρατιωτών, περίπου δύο μεραρχιών,για να χτυπήσουν τον Κεμάλ στηΣεβάστεια. Αλλά ας δούμε σημεία του ιστορικού αυτού υπομνήματος:




Το υπόμν
ημα
«Προς τον Εξοχώτατον Πρόεδρον της Ελληνικής Κυβερνήσεως κ. Ελευθέριον Βενιζέλον, εις Παρισίους.
Εξοχώτατε, εθεωρήσαμεν σκόπιμοννα υποβάλωμενΥμίνσυνημμένωςυπόμνημα, όπερ ηΕπιτροπεία των εν Ελλάδι Ποντίων απέστειλεν ειςτο Γενικόν Επιτελείον.
Προέλασις δυνάμεως είκοσι χιλιάδων ανδρών ως εκείνης την οποίαν, κατά μετρίους υπολογισμούς είναι ειςθέσιν καλώςεφοδιαζόμενος και εξοπλιζόμενοςνα παρατάξηεις πρώτην στιγμήν ο Πόντος δύναται να απασχολήσησοβαρώς τον εις Σεβάστειαν συγκεντρούμενον στρατόν του Κεμάλ
Είναι γνωστόν ότι η Σεβάστεια αποτελεί σπουδαίαν δράσιν του κεμαλισμού. Η από Αμισόν εις Σεβάστειαν αμαξιτή οδός είναι εις την διάθεσιν ημών, δεδομένου ότι ο Κεμάλ απέσυρε τελευταίως πάσας τας δυνάμεις αυτού εκ της περιφερίας ταύτης. Επιτυχής προέλασις προς την διεύθυνσιν ταύτην αποκόπτει τπν υποχώρησιν του πρός δυσμάς δρώντος στρατού. Πάντα ταύτα θα επέφερον ευθύς αμέσως σοβαρόν αντιπερισπασμόν εις τας δυνάμεις του Κεμάλ εξ ού προφανές ότι θα επωφεληθή ο ημέτερος στρατός...
Το υπόμνημα τούτο αποστέλλομεν Υμίν διά του κ. Ι Θιάκη, εντεταλμένου να υποβάλη Υμίν και προφορικώς τας επί τούτω ιδέας ημών.
Αθήναι24/1/1920
Ο Πρόεδρος Χ. Καλαντίδης
Ο Γραμματεύς Κ. Κανσήζ»

Και προς τον Στρατό
Υπήρχε και άλλο υπόμνημα προς το Γενικό Επιτελείο Στρατού, που έδινε λεπτομερή στοιχεία για τη συγκρότηση και τις διαθέσιμες δυνάμεις του ποντιακού στρατού όπως:
«Εις την περιφέρειαν Αμασείας 4.000 άνδρες έχουν τα όπλα των και είναι οργανωμένοι εις τα ελληνικά χωρία» και «ο στρατηγός Ανανίας του ρωσικού στρατού, Πόντιος την καταγωγήν, ως ο ίδιος εδήλωσεν εις την καθ’ ημάς Επιτροπείαν, δύναται να ανασυντάξη εντός βραχυτάτου χρονικού διαστήματος την μεραρχίαν ταύτην με δύναμιν 10.000 ανδρών».


Αδιαφόρησε
Δυστυχώς ο Βενιζέλος ή αδιαφόρησε ή αγνόησε σκοπίμως την πρότασή τους. Αν γινόταν αποδεκτή, ίσως η έκβαση της μικρασιατικής εκστρατείας να ήταν διαφορετική και ο Ελληνισμός να μην υφίστατο την ήττα, την ταπείνωση και τον ξεριζωμό..


Σύμμαχοι όλοι οι μη μουσουλμάνοι
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΕΙΝΑΙ και το σημείο στο οποίο η Επιτροπεία των Ποντίων τονίζει τους δεκάδες μη μουσουλμάνους συμμάχους που θα στηρίξουν την εκστρατεία κατά του Κεμάλ:
«…Προ Ποντίων βαδιζόντων κατά του Κεμάλ δεν θα μείνουν απλοί θεαταί οι Αρμένιοι, αλλά κυρίως οι Κιρκάσιοι και οι Κιζηλμπάσηδες της Σεβαστείας, ούτε οι Χριστιανοί Λαζοί, ούτε οι Σταυριώται και διάφοροι άλλοι μουσουλμανικαί αλλά μη τουρκικοί φυλαί, οι οποίοι τα προς τους Έλληνας αισθήματά των πολλάκις και εμπράκτως εξεδήλωσαν...».

ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

$
0
0


2ο ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ Ν. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ (ΧΑΡΡΥ ΚΛΥΝΝ)

Συμπατριώτες και συμπατριώτισσες…
Αγαπητές φίλες και φίλοι…
Δέχτηκα με χαρά την τιμητική πρόσκληση της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδοςνα είμαι ένας από τους ομιλητές του 2ου Πανελλαδικού Συνεδρίου του Ποντιακού Πολιτισμού, για να εκθέσω, μαζί με όσα στοιχεία μπόρεσα να συλλέξω κάτω από την πίεση του χρόνου, τις σκέψεις και τις απόψεις μου, για ένα σύγχρονο Ποντιακό θέατρο.
Θέατρο…
Αλήθεια ξέρουμε την σημασία του θεάτρου στην κοινωνία μας; Ξέρουμε πόσα είδη θεάτρου υπάρχουν;
Η απάντηση της πλειοψηφίας των ανθρώπων θα είναι ΟΧΙ!
Τι είναι λοιπόν το θέατρο;
Το θέατρο είναι η παραγωγή ζωντανών απεικονίσεων συμβάντων παραδοσιακών ή φανταστικών ανάμεσα σε ανθρώπους με σκοπό την επιμόρφωση και ψυχαγωγία των θεατών.
Θέατρο είναι επίσης και ο ειδικός χώρος όπου συγκεντρώνεται αρκετός κόσμος για να παρακολουθήσει ένα ζωντανό θέαμα.
Ο όρος ζωντανό θέαμα απέκτησε ιδιαίτερη σημασία στην εποχή μας, επειδή διακρίνει τις θεατρικές παραστάσεις από τα άλλου είδους θεάματα, όπως τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, τις εκθέσεις έργων τέχνης κλπ.
Πράγματι, μόνο στη σκηνή του θεάτρου μπορεί κανείς να παρακολουθήσει ανθρώπους να ζωντανεύουν ήρωες, πραγματικούς ή φανταστικούς.
Ο κινηματογράφος και η τηλεόραση μας δείχνουν απλώς εικόνες προσώπων, όχι τα ίδια τα πρόσωπα.
Τα πρόσωπα που συναθροίζονται στο θέατρο, είτε είναι ηθοποιοί, είτε βοηθοί τους, είτε θεατές, έχουν ένα σκοπό, τη θεατρική παράσταση. Μπορούμε να χωρίσουμε αυτά τα πρόσωπα σε δυο κατηγορίες: Εκείνα που παρακολουθούν το θέαμα κι εκείνα που το προσφέρουν.
Η διάκριση όμως αυτή δεν μπορεί να είναι απόλυτη, γιατί κατά ένα τρόπο, στο θέαμα συμμετέχει και το κοινό.
Ακόμη κι εμείς οι ίδιοι, μολονότι βρισκόμαστε στα καθίσματα της πλατείας του θεάτρου, είμαστε μέρος του έργου που παίζεται στη σκηνή.
Χωρίς το κοινό κανένα έργο δεν έχει την ατμόσφαιρα. Η συμμετοχή των θεατών με ενθουσιασμό ή απάθεια, με χειροκροτήματα ή αποδοκιμασίες, ανάλογα με το έργο ή τις σκηνές που παίζονται και το επίπεδο της σκηνοθεσίας, είναι το πιο απαραίτητο στοιχείο της θεατρικής παράστασης.
Οι πρώτες μορφές οργανωμένου θεάτρου ανάγονται στον ΣΤ' αιώνα π.Χ. στην αρχαία Ελλάδα.
Αυτό σημαίνει ότι, σε ακόμη πιο μακρινή εποχή, το θέαμα υπήρχε, αλλά σε μορφή τελετουργικών αναπαραστάσεων, που απείχαν βέβαια πολύ από τις εξελιγμένες τοπικές μορφές της κλασικής περιόδου.
Οι πρώτες πληροφορίες που έχουμε για ένα είδος εκδήλωσης που μοιάζει με θεατρική παράσταση ανάγονται στην εποχή που πέρασε στην Ελλάδα η λατρεία του Διόνυσου.
Πρώτη είναι τα κατ' αγρούς Διονύσια, γιορτή όπου γίνονταν τα φαλλαγώγια, μια πομπή που ακολουθούσε ένα άρμα μ' ένα τεράστιο φαλλό, (ανδρικό γεννητικό όργανο) που οι σάτυροι έκαναν με διάφορα σχοινιά ν' ανεβοκατεβαίνει. Στην αρχή μαύριζαν τα πρόσωπά τους, αργότερα άρχισαν να φορούν μάσκες.
Σ' αυτές τις γιορτές μικρές ομάδες ατόμων σ' εύθυμη κατάσταση (κώμοι), κρατώντας ένα προσωπείο, που παρίστανε το Διόνυσο, φωνάζανε, βγάζανε λόγους για εξωφρενικά θέματα.
Από δω ίσως και να ξεπήδησε η κωμωδία.
Ο Διόνυσος ή, μάλλον, ο άνθρωπος που τον υποδυόταν, έκανε την εμφάνισή του στους δρόμους των ελληνικών πόλεων περιστοιχισμένος από τους οπαδούς του, κρατώντας στα χέρια του σταφύλια και κανάτες με κρασί.
Το πλήθος μεθυσμένο επευφημούσε το Θεό του και διασκέδαζε.
Το ξέσπασμα αυτό ήταν ένας τρόπος διαφυγής από την καθημερινότητα και δημιουργία ενός κλίματος που οδηγούσε στην απομάκρυνση από την καταπίεση της καθημερινής ζωής και, συνεπώς, στην αναψυχή.
Κατά τις διονυσιακές τελετές, τα Διονύσια, όπως τα ονόμαζαν οι αρχαίοι, οι όμιλοι τραγουδούσαν το διθύραμβο, ύμνο που βασιζόταν σε αυτοσχεδιασμούς. Σιγά-σιγά ο διθύραμβος πήρε συγκεκριμένη μορφή, αποτελώντας έτσι τα πρώτα δραματικά κείμενα του κόσμου.
Αργότερα άρχισαν να τραγουδιούνται από δυο χορωδίες: η μια έλεγε τη μια στροφή κι η άλλη απαντούσε. Οι χορωδίες αυτές λέγονταν χοροί και είχαν πάντα έναν αρχηγό, τον κορυφαίο.
Με τον καιρό οι στίχοι του διθυράμβου πήραν ηρωικό και περιπετειώδη χαρακτήρα. Στο χορό προστέθηκε κι ένας υποκριτής. Ο υποκριτής στην αρχή ήταν ένας, μπορούσε όμως να υποδύεται πολλά πρόσωπα. Ο Αισχύλος αύξησε τους υποκριτές σε δύο και ο Σοφοκλής αργότερα πρόσθεσε και τρίτο.
Οι παραστάσεις της αρχαίας τραγωδίας άρχιζαν πολύ πρωί και κρατούσαν όλη τη μέρα και μερικές φορές και περισσότερες μέρες. Ο ηθοποιός γινόταν ένας γίγας στη σκηνή και ήταν αγνώριστος κάτω απ' αυτή τη μεταμφίεση. Αλλά το σπουδαίο για τους αρχαίους δεν ήταν να εκτιμηθεί η προσωπικότητα του ηθοποιού, αλλά να εξασφαλιστεί όσο ήταν δυνατό η πιστότερη απεικόνιση του κάθε χαρακτήρα του δράματος, όπως τον είχε συλλάβει με τη φαντασία του ο συγγραφέας.
Μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός κάθε χρόνο αποτελούσαν οι δραματικοί αγώνες των ελληνικών πόλεων. Σ' αυτούς το κοινό εξέφραζε τη γνώμη του για τις τραγωδίες και τις κωμωδίες με ψηφοφορία που ακολουθούσε μετά την παράσταση. Την παράσταση την παρακολουθούσαν χιλιάδες λαού, που μαζεύονταν από την Αθήνα και τα περίχωρα.
Η είσοδος ήταν ελεύθερη σ' όλους. Πάντα το γεγονός αυτών των αγώνων συνδυάζονταν με γιορτές και πανηγύρια.
Μετά την ψηφοφορία ο νικητής συγγραφέας έπαιρνε το βραβείο και στεφανωνόταν δημόσια με δάφνινο στεφάνι.
Είναι γνωστό άλλωστε πως οι Έλληνες τιμούσαν περισσότερο τους διανοούμενούς τους παρά τους πολιτικούς τους.
Κατά την περίοδο του μεσαίωνα το θέατρο παίρνει πολύ έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα. Η Εκκλησία απέκτησε μεγάλη επιρροή και πίστευε ότι ήταν αρμόδια να ρυθμίζει τη ζωή σ' όλες τις εκδηλώσεις της.
Οι εκκλησιαστικοί άρχοντες είχαν, σε πολλές περιπτώσεις, μεγαλύτερη δύναμη από τους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς.
Κατά την περίοδο αυτή του Χριστιανισμού, δεν υπάρχει θέατρο τέτοιο που υπήρχε στην αρχαιότητα. Στο μεσαίωνα δεν υπήρχαν πραγματικές παραστάσεις, αλλά ένα είδος θρησκευτικών απαγγελιών.
Πρώτα από όλα, οι θεατές δεν πήγαιναν για να διασκεδάσουν, αλλά για να πάρουν μέρος σε μια θρησκευτική πράξη, σε μια εκδήλωση πίστης. Έψελναν όλοι μαζί τα κείμενα που περιγράφουν τα Πάθη και τη Σταύρωση του Χριστού.
Ο ουμανισμός και η αναγέννηση ξεκίνησαν από την αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι το σημαντικότερο δημιούργημα της φύσης.
Η πίστη ακριβώς στις ανθρώπινες αξίες έστρεψε την προσοχή στα επιτεύγματα της τέχνης και της πνευματικής δημιουργίας. Την περίοδο αυτή παρουσιάστηκε πρωτοφανής ακμή στο θέατρο, τη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική. Την εποχή αυτή γράφτηκαν πολλά ενδιαφέροντα θεατρικά έργα με θέματα ιστορικά και περιπετειώδη. Είναι έργα που η κεντρική ιδέα τους στρέφεται γύρω από τον άνθρωπο. Γι' αυτό τα έργα αυτά έμειναν αθάνατα μέχρι τις μέρες μας.
Στο θέατρο της Αναγέννησης οφείλει την καταγωγή του το σύγχρονο θέατρο. Σ' όλα τα θέατρα του κόσμου δεν υπάρχει σκηνή που να μην απευθύνεται στο θέατρο της Αναγέννησης, να καυχιέται για τις παραστάσεις του μ' αυτά τα έργα.
Σημαντικά στοιχεία για το Ποντιακό Θέατρο, Το Ρωμαίικο Θέατρο, μπορούμε να αντλήσουμε κυρίως από το εξαίρετο πόνημα του Ερμή Μουρατίδη «Tο άγνωστο ποντιακό θέατρο»
TΟ PΩMΑIIKO ΘEΑTPO του Mικρασιατικού Πόντου (Tραπεζούντα, Kερασούντα, Σινώπη, Kοτύωρα, Αμισός), της Nότιας Pωσίας (Nοβοροσίσκ, Kρασνοντάρ, Aνάπα), της Oυκρανίας (Mαριούπολη, Pοστόφ), του Aζερμπαϊτζάν (Mπακού), της Tσετσενίας (Γκρόζνι) είναι ένα άγνωστο, αλλά πολύτιμο κομμάτι του νεοελληνικού θεάτρου και της λαογραφίας.
Σε σύγκριση με άλλα είδη της θεατρικής ιστορίας μας, το Pωμαίικο Θέατρο, ιδιωματικό ή μη, ποτέ δεν είλκυσε την προσοχή των μελετητών!
Αν για το πλατύ κοινό εμπόδιο στάθηκε η διάλεκτος, για τους θεατρολόγους, τους ιστορικούς του θεάτρου και τους δασκάλους των πανεπιστημιακών θεατρικών σχολών ποιο ήταν το εμπόδιο;
Tι εμπόδισε να γνωρίσουν το Ποντιακό Θέατρο που ήταν γραμμένο στη δημοτική ή στην καθαρεύσα, όπως «Oι φυγάδες» του Περικλή Tριανταφυλλίδη ή το «Eιμαρμένης παίγνια» του Iωάννου Bαλαβάνη, ή το «Xαρίλαος Kομνηνός, ή το «Bορράς και ανατολή» του Αλέξανδρου Zωηρού;
Tο Ποντιακό Θέατρο εντοπίζεται σε δύο χώρους: Ο πρώτος είναι ο μικρασιατικός Πόντος (Tραπεζούντα, Kερασούντα), όπου ο γεννήθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα.
Eκεί έχουμε το πρώτο τυπωμένο ποντιακό θεατρικό έργο, το «Eιμαρμένης παίγνια» του Kερασούντιου Iωάννου Bαλαβάνη, το 1860.
Παραμένει ακόμη άγνωστο το Ποντιακό Θέατρο του 16ου και 17ου αιώνα που οι Πόντιοι δημιούργησαν στην τουρκική γλώσσα, μαζί με άλλες εθνότητες, υποχρεωμένοι από τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες.
O δεύτερος χώρος είναι η ρωσική επικράτεια πρώτα, στα χρόνια τσαρικής αυτοκρατορίας και μέχρι το 1917, και στη συνέχεια από την Oκτωβριανή Eπανάσταση μέχρι και τη διάλυση της Σοβιετικής Eνωσης, οπότε έχουμε την «περίοδο του ποντιακού σοβιετικού θεάτρου» (1917- 1985).
O μικρασιατικός Πόντος, του ενός εκατομμυρίου Eλλήνων και άλλων τόσων Tούρκων, είναι το ένα δέκατο της Mικρασίας, η οποία είναι πέντε φορές μεγαλύτερη από την Eλλάδα.
Αυτό σημαίνει ότι ο Πόντος είναι σαν τη μισή Eλλάδα.
Tο Ποντιακό Θέατρο που γεννήθηκε στον χώρο αυτό, προσπάθησε μέσα από τις ρωγμές που άφηνε το τιμαριωτικό σύστημα στα τέλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, το τανζιμάτ, και αργότερα το τουρκικό κράτος, να δώσει τα πειστήρια της εθνογνωσίας, της φυλετικής καθαρότητας, της εθνικής επιβίωσης: «Eλληνες εσμέν, απόγονοι ενδόξων προγόνων», γράφει ο Iωάννης Bαλαβάνης στο «Eιμαρμένης παίγνια».
Oι θεμελιακές αρχές της ιδεολογικής σύνταξης του Ποντιακού Θεάτρου στην τσαρική Pωσία είναι: Η μυθολογία του απώτερου ιστορικού παρελθόντος και της αδιάλειπτης συνέχειας του ελληνισμού, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, ο ρωμαίικος πολιτισμός της Mικρασίας - γέφυρα προς τις χώρες της τσαρικής αυτοκρατορίας.
Kι ακόμη σημαντικό ρόλο θα παίξουν τα νεοελληνικά θεατρικά και καλλιτεχνικά κινήματα που αναπτύχθηκαν από το 1830 και μετά, η μυθολογία της ανατολικής σκέψης και βέβαια η Oρθοδοξία.
Tο Ποντιακό Θέατρο ήταν και είναι λογοκρατούμενο. Xρησιμοποίησε κυρίως την ποντιακή διάλεκτο με τα εκατόν είκοσι ιδιώματά της ως όργανο εθνογνωσίας. H ελληνική γλώσσα χρησιμοποιήθηκε με γνώση, αγάπη και σεβασμό.
Πρόγονοι του Ποντιακού Θεάτρου υπήρξαν οι Mωμόγεροι που απαντώνται στον Πόντο σε εξήντα παραλλαγές και παίζονται ακόμη και σήμερα στην Eλλάδα.
Kι ακόμη, οι αρχαίοι θεατρικοί συγγραφείς της Nέας και Mέσης Kωμωδίας, όπως ο Δίφιλος ο Σινωπεύς, ο Διόδωρος ο Σινωπεύς, ο Διογένης ο κυνικός ή παραχαράκτης, ο Bάτων ο Σινωπεύς, ο Σπίνθα ο Hρακλεώτης, ο Hρακλείδης ο Ποντιακός και ο Xαμαιλέων ο Hρακλειώτης.
Eπίσης, στον Πόντο λειτούργησαν τέσσερα θέατρα ανοιχτά μαρμάρινα ή πέτρινα και πέντε κλειστά: Tο «Θέατρο της Tραπεζούντας» του Kωστάκη Θεοφύλακτου, το «Σύγχρονο Θέατρο Kερασούντος» του Αριστοτέλη Nεόφυτου, το «Θέατρο Πάφρας» του Δημοσθένη N. Mακρή και το «Θέατρο Αμισού» του Απόστολου Παλιόγλου. Yπήρχαν και τα αρχαία θέατρα Αμισού, Αμάσειας, Αμάστριδος (Παφλαγονία), Kερασούντος και Σινώπης.
Tο Ποντιακό Θέατρο αριθμεί σήμερα 340 έργα τυπωμένα ή χειρόγραφα, γραμμένα σε όλα τα ιδιώματα της ποντιακής διαλέκτου ή ποντιακής καθαρεύουσας, ή ποντιακής και δημοτικής, ή μόνο καθαρεύουσας.
Από αυτά τα 285 γράφτηκαν στην Eλλάδα μετά το 1922, τα υπόλοιπα στον Mικρασιατικό Πόντο και στην τσαρική Pωσία και ανεξακρίβωτος ακόμη αριθμός στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Eνωση.
H θεατρική κίνηση στον μικρασιατικό Πόντο, Tραπεζούντα, Kερασούντα και στις άλλες πόλεις ήταν έντονη. Παρουσιάζονταν έργα από ντόπιους θιάσους σωματείων και συλλόγων, αλλά και περιοδεύοντες ελλαδικούς, κυρίως αθηναϊκούς, των Tαβουλάρη- Kοτοπούλη, της Eυαγγελίας Παρασκευοπούλου, της Αικατερίνης Bερώνη που προκαλούσαν αληθινό συναγερμό.
O θίασος Tσούκα Hσαΐα, Xριστοφορίδη - Kόκκου με πρωταγωνίστρια την Ανθίππη Kόκκου, είχαν αφήσει εποχή.
Oι θίασοι Στεφάνου- Σπυρόπουλου Xέλμη, Bερώνη - Γεννάδη, Φίλιππου Απέργη, της Kυβέλης και πολλοί άλλοι είχαν περάσει από αυτές τις πόλεις.
Oι Αθηναϊκοί θίασοι παρουσίαζαν συνήθως έργα πατριωτικά, όπως, «Αθανάσιος Διάκος», «Mάρκος Mπότσαρης», «Σουλιώτες», «O Λεωνίδας εν Θερμοπύλαι», στα ελληνικά, για να μιλήσουν για τα κλέη και τα πάθη των ένδοξων προγόνων, τονώνοντας, έτσι, το εθνικό φρόνημα. Oι ντόπιοι θίασοι παρουσίαζαν έργα του αρχαίου και του νεοελληνικού θεάτρου, του ευρωπαϊκού αλλά και του ρωσικού.
Επιχειρώντας μια προσέγγιση του Ποντιακού Θεάτρου στην τσαρική Pωσία, όπου εμφανίζεται μετά την πτώση της Tραπεζούντας (1461) και τους πολλούς ρωσοτουρκικούς πολέμους, στη διάρκεια των οποίων Eλληνες του μικρασιατικού Πόντου κατέφυγαν στην ομόδοξη Pωσία, μεταφέροντας στις πολιτιστικές αποσκευές τους και το θέατρό τους βλέπουμε ότι το Ποντιακό Θέατρο λειτούργησε κυρίως στη Nότια Pωσία, Γεωργία, Oυκρανία, Αζερμπαϊτζάν, Tσετσενία, όπου υπήρχε συμπαγής ποντιακός πληθυσμός.
Δεν γνωρίζουμε τα θεατρικά καθέκαστα πριν από το 1400. Ωστόσο, είναι αποδεδειγμένο ότι το Ποντιακό Θέατρο επηρεάστηκε από το ρωσικό, ως προς τη μορφή και την ιδεολογία. Oι Πόντιοι παρουσίαζαν έργα του ρωσικού δραματολογίου, από Tουργκιένεφ, Oστρόφσκι, Γκριμπογιέντοφ έως και Tσέχωφ. Ακόμη, έπαιζαν έργα του αρχαίου και του νεοελληνικού θεάτρου.
H μαρξιστική θεωρία όμως που διερευνούσε τις δυνατότητες αλλαγής της κοινωνίας, επηρέασε πολλούς ποιητές και δραματουργούς. Xαρακτηριστική περίπτωση ο Γεώργιος K. Φωτιάδης (1872-1909) με την τριλογία του «Tο σκότος», «Tα μισόφωτα», «Tο φως» που τον κατατάσσει στους σπουδαίους του παγκόσμιου θεάτρου. Συμβολιστής, επηρεασμένος από τους Αλεξάντρ Mπλοκ, Αντρέι Mπέλι, Bλαντιμίρ Σολοβιόφ, στοχάζεται στο είναι και στο γίγνεσθαι της κοινωνίας.
Το Ποντιακό θέατρο κλήθηκε να συμμετάσχει στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, για τη δημιουργία ενός νέου ανθρώπου ενταγμένου στο πλαίσιο της προλεταριακής κουλτούρας και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Hταν ένα θέατρο από τον λαό για τον λαό, που υπηρετούσε το δόγμα «εθνικό στη μορφή και σοσιαλιστικό στο περιεχόμενο»!.
Tην εποχή εκείνη υπήρξε εντονότατη θεατρική κίνηση από ερασιτεχνικούς, επαγγελματικούς και κρατικούς θιάσους. Παρουσιάστηκαν επίσης έργα του αρχαίου θεάτρου, του νεοελληνικού αστικού θεάτρου, αλλά και ρωσικά, αρμένικα, γεωργιανά. Στους θιάσους συμμετείχαν Pώσοι, Γεωργιανοί, Αρμένιοι σκηνοθέτες και σκηνογράφοι, ακόμη και μουσικοί.
O Oδυσσέας Δημητριάδης έγραφε μουσική για το θεάτρο. Eίναι η εποχή που γράφτηκαν και πολλά έργα. Δεν ήταν λίγοι οι συγγραφείς που μετουσίωσαν την ιδεολογία σε τέχνη. Ανάμεσά τους, δύο σπουδαίοι θεατρικοί συγγραφείς και ποιητές: ο Γιώργης Αντωνίου Kοστοπράβ (Kωνσταντινίδης) και ο Θόδωρος Γρηγορίου Kανονίδης - Απόλλων.
Το σύγχρονο θέατρο ακολουθεί τη νέα μορφή παιδείας που έχει εισαγάγει η σκέψη του Διαφωτισμού, την τάση για συνεχείς καινοτομίες• παρακολουθεί και συμμερίζεται τις αμφισβητήσεις της παλαιάς νοοτροπίας και καταγράφει την ανανέωση της κοινωνίας. Το σύγχρονο θέατρο δεν συνεχίζει το αρχαίο• εισάγεται από τη Δύση, και μάλιστα όχι ως σκηνική πράξη αλλά ως ανάγνωσμα, ως λογοτεχνικό είδος: ανήκει στην αστική λογοτεχνία που ανθεί στη Δυτική Ευρώπη.
Με τον νέο, τον αστικό τρόπο ζωής, η αφηγηματική λογοτεχνία και το θέατρο έρχονται στο προσκήνιο. Αυτό δεν σημαίνει ρήξη με την Αρχαιότητα. Αντιθέτως, όπως η A. Ταμπάκη καταδεικνύει, συνεχίζοντας τη σκέψη του K. Θ. Δημαρά, ο ελληνικός ρομαντισμός περικλείει τη λατρεία της Αρχαιότητας.
Κυριαρχεί το ξένο ρεπερτόριο σε μετάφραση, γίνεται «φορέας νέων αντιλήψεων» και συγχρόνως «υπόδειγμα αρετής και σύνδεσης με την αρχαία κλασική κληρονομιά».
Όπως πάντα έτσι και τώρα, το θέατρο είναι πνευματική εκδήλωση με εξαιρετική σημασία. Το κοινωνικό συμφέρον απαιτεί, βέβαια, να παρουσιάζονται έργα με ευεργετική επίδραση στο πνεύμα και στη διάθεση του κοινού, έργα που καλλιεργούν ευγενικές φιλοδοξίες και ψηλά συναισθήματα.
Φυσικά, όπως μπορεί να ωφελήσει το θέατρο, έτσι μπορεί και να βλάψει το κοινό του, όταν στην επιλογή του ρεπερτορίου του κυριαρχούν απλά και μόνο κριτήρια κερδοσκοπικά από την πλευρά των επιχειρηματιών και των θιάσων. Στο τελευταίο οφείλει, κατά ένα μέρος και την κρίση που περνά το σύγχρονο θέατρο. Έχει την ανάγκη μιας σωστής και πρέπουσας μεταχείρισης για ν' ανταποκριθεί στη μεγάλη αποστολή του: τη διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου.
Το Ποντιακό Θέατρο παραστάθηκε με θεατρικά έργα που γράφηκαν μετά το 1922, κυρίως στην Ελλάδα, όλων των ειδών και μορφών: δράμα, κωμωδία, τραγωδία, κωμειδύλιο, επιθεώρηση, μεταφράσεις αρχαίων τραγωδιών και κωμωδιών, μεταφράσεις και διασκευές ξένων έργων, κυρίως ρωσικών.
Ήταν κυρίως έργα ηθών και εθίμων, προξενείας, παντρειάς, σύρσιμο (κλέψιμο) της κόρης, ξενιτιάς, αγάπης, έρωτα αλλά και ιστορικά, πατριωτικά και ταυτότητας, οικογενειακής ζωής, "στήμνωμα", δηλαδή η θέση της γυναίκας στην οικογένεια και στην κοινωνία, το πρόβλημα της κατανομής των εξουσιών στην οικογένεια και στην κοινωνία.
Οι ηθογραφικές κωμωδίες και τα δράματα υπερτερούν σε μεγάλο ποσοστό. Χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των έργων είναι ότι εκφράζουν την ιδεολογία της Ποντιακής Ιδέας, του Ποντιακού Πατριωτισμού, της Ποντιακής Ταυτότητας...
Ελάχιστα αφορούν στην ζωή των Ποντίων στην ελλαδική πραγματικότητα μετά το 1922. Των περισσοτέρων η ιστορία διαδραματίζεται σε αστικές περιοχές, σε πόλεις του Πόντου, κυρίως Τραπεζούντα, Kερασούντα, Aμισό, Kοτύωρα και ελάχιστα σε αγροτικές περιοχές. H μορφή τους απαιτεί την ιταλική σκηνή, της τέταρτης ανοιχτής πλευράς.
Είναι κυρίως τρίπρακτα, πολυπρόσωπα, αλλά υπάρχουν και πολύπρακτα, μέχρι και έξι πράξεις. Κάθε πράξη αποτελείται από πολλές σκηνές και εικόνες, όσες και οι είσοδοι των προσώπων.
Στην ηθογραφική κωμωδία, κυρίως, κάθε πράξη συνοδεύεται από χορό και τραγούδι ή κάποιο χαρμόσυνο γεγονός (γάμο, αρραβώνα). Αυτό συμβαίνει και μέσα στην πράξη. Σπανίως τον μύθο εισάγει ένας πρόλογος και το έργο τελειώνει πάντα με χορό και τραγούδι.
Στα περισσότερα ο χορός και το τραγούδι περισσεύουν. Όλα, όμως, φυλάττουν ήθη, έθιμα, και όσον δύνανται την ιστορία των ελληνικών πράξεων και της ελληνικής γλώσσας, εκείθεν και εντεύθεν του Αιγαίου.
ΑN, ΠPAΓMATI, το θέατρο είναι εξ ορισμού η τέχνη που, περισσότερο από κάθε άλλη, αποτελεί τον καθρέφτη της εποχής της τότε το σύγχρονο Ποντιακό θέατρο πρέπει να παύσει, κατά κύριο λόγο και αποκλειστικότητα, να έχει απλά και μόνο το φορκλορικό και αναμνηστικό του χαρακτήρα, κάτι που παρατηρείται σε όλες σχεδόν τις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Ποντιακού στοιχείου.
Σπαρακτικά ειλικρινής είναι η εξομολόγηση του Λάζαρου Κουμπουλίδη Αντιπροέδρου Ευξείνου Λέσχης Βέροιας.
«Αρχικά, ξεκίνησα όπως όλοι. Nα χορεύω. Ωραίοι οι ποντιακοί χοροί, γρήγοροι, δυναμικοί, με ποικιλία κινήσεων, με νεύρο, σου ανεβάζουν την αδρεναλίνη, σε «φτιάχνουν», κάνουν το αίμα σου να βράζει στις φλέβες. Κι η λύρα, η γκάιντα, ο ζουρνάς, σε τρυπούν ίσα στην καρδιά, σε κάνουν να ανατριχιάσεις.
«Εδώ είμαστε!» είπα.
«Εδώ νιώθω καλά».
Χορός, τραγούδι, γελαστά πρόσωπα, παρακάθια, γλέντια, εδώ είμαστε!
Και να το ένα βήμα, έτσι εκείνη η φιγούρα, «σον τόπον, μίαν κι άλλο, πυρ»!
Ζίπκα λεν την βράκα, ταραμπουλούζ το ζωνάρι, όλα καινούργια πράγματα! Όλα ενδιαφέροντα και καλά!
Έτσι είναι πράγματι, αλλά… αυτό είναι όλο;
Θα φοράμε ότι οι παππούδες μας, θα τρώμε σύμφωνα με τις συνταγές των γιαγιάδων μας, θα χορεύουμε περίπου όπως οι πρόγονοί μας, θα μιλάμε παραδοσιακά ποντιακά–με ολίγα τούρκικα- θα προσπαθήσουμε να αναπαραστήσουμε και να αναπαράγουμε τη ζωή των παππούδων μας στον Πόντο
Στόχος μας είναι να αντιγράψουμε εκείνους;
Αλλά με τους ρυθμούς και τις συνθήκες της σύγχρονης ζωής, μήπως περισσότερο κινδυνεύουμε να καταλήξουμε κακέκτυπά τους;
Μήπως ο σύγχρονος τρόπος ζωής ξεθωριάζει ολοένα και περισσότερο το αυθεντικό, το αληθινό, το πηγαίο; Αλίμονο δεν πρέπει, αλλά… μήπως;»
Αιτία και σκοπός του νέου Ποντιακού θεάτρου πρέπει να είναι να ξεπεραστούν τα όρια και να καταργηθούν οι περιορισμοί. Οφείλουμε να καταφύγουμε σε στρατηγήματα, «κόλπα» και εφευρήματα που θα επιτρέψουν το μέσο θεατή να κατανοεί τα επί σκηνής δρώμενα κι ας μην είναι γνώστης της Ποντιακής γλώσσας… Ας μην ξεχνάμε ότι η πλειονότητα της τρίτης γενιάς Ποντίων δε γνωρίζουν την Ποντιακή γλώσσα…
Το σύγχρονο Ποντιακό θέατρο οφείλει να είναι ουσιαστικά δέκτης της εποχής του. Να περικλείει μέσα του όλες εκείνες τις τάσεις και τα ρεύματα που περνούν μέσα απ' τη ζωή.
Το θέατρο ως πνευματική λειτουργία απαιτεί συνεργασία και σύμπραξη των αναπτυγμένων στοιχείων της κοινωνίας. Προϋποθέτει μ' άλλα λόγια μια συλλογική συνείδηση νια τη συγκρότηση και εκτέλεση θεατρικών παραστάσεων. Αλλά η ενέργεια αυτή δεν είναι αυθαίρετη. Συναρτάται με τους υλικούς όρους της κοινωνίας και τα πνευματικά ενδιαφέροντα των ατόμων που δρουν με τέτοια σκοποθεσία. Κι όλα αυτά μπορούν να γίνουν πράξη μόνο σε μια τουλάχιστον «εν δυνάμει» αφυπνιζόμενη κοινωνία.
Η γέννηση του θεάτρου θεωρείται ως τεκμήριο της αναπτυξιακής δυναμικής μιας κοινωνίας ανθρώπων, έστω κι αν αυτή βρίσκεται ακόμα στην αφετηρία της χειραγώγησης της. Το θέατρο παρουσιάζεται ως προπομπός των τάσεων και ανησυχιών της.
Είναι ο καθρέφτης μιας εκκολαπτόμενης και διαμορφούμενης κοινωνικής ψυχολογίας. Τα κοινωνικά στρώματα, που ασχολούνται με τις νέες οικονομικές κι επαγγελματικές δραστηριότητες, δεν αρκούνται πλέον στην επιβίωση και στην απόκτηση ή συσσώρευση υλικού πλούτου. Διεκδικούν και την παρουσία τους στο χώρο των πολιτιστικών λειτουργιών.


ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ... ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΛΕΥΤΕΡΟΙ!

ΜΙΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

$
0
0

Εμπόριο οστών

Οταν οι κεμαλιστές θησαύριζαν από λείψανα θυμάτων

Μπορούν τα υπολείμματα των θυμάτων να αποτελέσουν πηγή πλουτισμού για τους θύτες; Από την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρχε η φήμη ότι το λίπος των θυμάτων μετατρεπόταν σε σαπούνι. Η φήμη αυτή έγινε πίστη μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν διαδόθηκε ότι οι ναζί έπρατταν έτσι με τους δολοφονημένους Εβραίους στα κρεματόρια.

Πυραμίδα με κεφάλια δολοφονημένων από τις παρακρατικές συμμορίες του Κεμάλ (από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Φαλτάιτς για τα γεγονότα της Νικομήδειας, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1921)

Πυραμίδα με κεφάλια δολοφονημένων από τις παρακρατικές συμμορίες του Κεμάλ (από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Φαλτάιτς για τα γεγονότα της Νικομήδειας, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1921)
Όμως ένας Εβραίος σκηνοθέτης, ο Eyal Ballas, ήρθε φέτος με την ταινία του «Soaps» να αποδείξει ότι όντως αυτή ήταν απλώς μια φήμη. Ο Raul Hilberg σε κείμενό του για τη ναζιστική βιομηχανία της εξόντωσης αναφέρει ότι οι ναζί χρησιμοποιούσαν το ανθρώπινο λίπος απλώς για να επιταχύνουν τη διαδικασία της καύσης των θυμάτων…
Ετσι, οι κεμαλιστές διατηρούν το μοναδικό προνόμιο να είναι οι μόνοι που κατάφεραν να αξιοποιήσουν οικονομικά τα υπολείμματα των θυμάτων τους πουλώντας τα οστά τους για «βιομηχανική χρήση» στους δυτικούς τους φίλους.
Η πλέον γνωστή τέτοια πράξη έγινε τον Δεκέμβριο του 1924, όταν φορτώθηκαν από τα Μουδανιά, σε βρετανικό πλοίο-φορτηγό που έφερε το όνομα «Ζαν Μ.», τετρακόσιοι τόνοι ανθρώπινα λείψανα, που αντιστοιχούσαν σε 50.000 ανθρώπους, για να μεταφερθούν σε γαλλικές βιομηχανίες της Μασσαλίας. Οι ιθύνουσες γαλλικές ελίτ, πολιτικές και οικονομικές, που στήριξαν με κάθε τρόπο το κεμαλικό εγχείρημα δημιουργίας έθνους-κράτους καθαρού από τα «καρκινώματα» -όπως αποκαλούσαν οι Νεότουρκοι σύντροφοί του τους Ελληνες και τους Αρμένιους- δεν είχαν κανένα απολύτως ηθικό πρόβλημα να αγοράσουν τα οστά των θυμάτων για «βιομηχανική χρήση».
«Ανθρώπινο» φορτίο
Το θέμα φαίνεται ότι έγινε γνωστό και προκάλεσε έκπληξη σε κάποιους κύκλους. Η εφημερίδα «New York Times»τον Δεκέμβριο του 1924 και με τίτλο «Μια απίθανη ιστορία από ένα φορτίο με ανθρώπινα οστά» παρουσιάζει την είδηση: «Η Μασσαλία είναι σε αναταραχή από μια ασύλληπτη ιστορία (που οφείλεται) στην άφιξη στο λιμάνι ενός πλοίου που φέρει βρετανική σημαία και ονομάζεται “Ζαν” και μεταφέρει ένα μυστήριο φορτίο 400 τόνων ανθρώπινων οστών για να χρησιμοποιηθούν στις εκεί βιοτεχνίες. Λέγεται ότι τα οστά φορτώθηκαν στα Μουδανιά, στη θάλασσα του Μαρμαρά και είναι τα απομεινάρια θυμάτων από τις σφαγές στη Μικρά Ασία. Εν όψει της φήμης που κυκλοφορεί αναμένεται να διαταχθεί έρευνα».
Για το ίδιο θέμα η γαλλική εφημερίδα «Midi»έχει τίτλο τη φράση «Πένθιμο φορτίο» και γράφει: «Συζητιέται πολύ στη Μασσαλία η προσεχής άφιξη του πλοίου μεταφοράς εμπορευμάτων “Ζαν”, που μεταφέρει για τις βιομηχανίες της Μασσαλίας 400 τόνους ανθρώπινα λείψανα. Αυτά προέρχονται από τα στρατόπεδα της αρμενικής σφαγής στην Τουρκία και τη Μικρά Ασία κυρίως».
Αποσιώπηση...
Το θέμα αυτό πρέπει να έγινε γνωστό και στην Ελλάδα. Η εφημερίδα«Μακεδονία»ενημερώνει τους αναγνώστες της ότι το πλοίο «Ζαν Μ.» έφτασε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης στις 13 Δεκεμβρίου του 1924. Ομως δεν αναφέρεται το «πένθιμο φορτίο».
Πιθανότατα, για λόγους τακτικής οι αντιπρόσωποι του πλοίου να αποσιώπησαν το γεγονός, εφ’ όσον εκείνη την περίοδο η Θεσσαλονίκη ήταν γεμάτη από τους επιζώντες της Γενοκτονίας και είναι πολύ πιθανόν αρκετοί να είχαν χάσει προσφιλή πρόσωπα. Είναι πολύ πιθανόν, επίσης, οι ελληνικές αρχές να το γνώριζαν και να επέλεξαν να σιωπήσουν για να μη δυσαρεστήσουν τους Βρετανούς ιδιοκτήτες του πλοίου και τους Γάλλους αγοραστές.
Παρ’ όλ’ αυτά όμως οι εργάτες στο λιμάνι πληροφορήθηκαν το γεγονός. Ο Χρ. Αγγελομάτης στο βιβλίο του «Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας» αναφέρει ότι οι εργάτες στο λιμάνι αντέδρασαν, αλλά οι αρχές τούς εμπόδισαν ύστερα από βρετανική παρέμβαση. Γράφει ότι σε αθηναϊκές εφημερίδες η είδηση δημοσιεύθηκε ως εξής: «Το προσεγγίσαν εις την Θεσσαλονίκην αγγλικόν πλοίον “Ζαν” μετέφερε τετρακοσίους τόνους οστών Ελλήνων από τα Μουδανιά. Οι εργάται του λιμένος Θεσσαλονίκης, πληροφορηθέντες το γεγονός, ημπόδισαν το πλοίον να αποπλεύση. Επενέβη όμως ο Αγγλος πρόξενος και επετράπη ο απόπλους».
Ο Αγγελομάτης συμπληρώνει: «Ησαν τα οστά Ελλήνων ηρώων… Ησαν τα οστά των Ελλήνων στρατιωτών που μετά τας ομαδικάς σφαγάς και εξοντώσεις αργοπέθαιναν εις τα στρατόπεδα αιχμαλώτων, από τα οποία το φοβερώτερον ήτο το στρατόπεδο του Ουσάκ».
* Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός http://kars1918.wordpress.com/
Viewing all 95 articles
Browse latest View live